Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Βιβλία και σοκολάτες




Κάθε μεσημέρι παραμονής Χριστουγέννων, περνάω μπροστά από ένα συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο επιστρέφοντας στο σπίτι. Το έχει ο Λέων, ένας νεαρός Γερμανός, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Μονάχου και λάτρης των παραμυθιών. Φτάνω συνήθως λίγο πριν κλείσει και μπαίνω μέσα για να διαλέξω βιβλίο. 

Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που ο Θείος Χέλμουτ έκλεισε το δικό του βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης και συνταξιοδοτήθηκε. Ολόκληρη η πόλη τέτοιες μέρες πήγαινε εκεί για να αγοράσει βιβλία. Τα πιτσιρίκια περίμεναν πως και πως να μπουν μέσα και να αρχίσουν να τριγυρίζουν στους διαδρόμους του βιβλιοπωλείου. Ήταν ένα βιβλιοπωλείο μαγικό, γεμάτο βιβλία στα ξύλινα ράφια του, δύο ξύλινες σκάλες για να φτάνουν ψηλά οι πελάτες, ανεξαρτήτου ηλικίας, και μια γωνιά με ένα ξύλινο σεκρεταίρ, ένα σκαλιστό λαμπατέρ, μια γραφομηχανή και μια καρέκλα όπου καθόταν ο θείος Χέλμουτ και έγραφε τα βράδια, όταν έκλεινε το βιβλιοπωλείο.

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μέρα που με πήγε η θεία Γκρέτελ στο βιβλιοπωλείο, ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1981. Είχα αρχίσει να διαβάζω πλέον κανονικά ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Ήρθε και με πήρε από το διαμέρισμα που μέναμε, σε ένα κτίριο κοντά στο κέντρο της πόλης που από το παράθυρό του φαίνονταν τα ράφια της βιβλιοθήκης του πατέρα μου και τρεις μαριονέτες που κρέμονταν δίπλα στο τζάμι. Στο σπίτι μας, κάθε Κυριακή πρωί μετά την εκκλησία, μαζευόμασταν τα πιτσιρίκια της τάξης μου και η θεία Γκρέτελ καθόταν και μας διάβαζε τα παραμύθια του θείου Χέλμουτ. Κάθε Κυριακή κι ένα διαφορετικό παραμύθι. Η μητέρα μας κερνούσε μπρέτσελ με βούτυρο και τυρί και ζεστό χυμό μήλου με κανέλα. Καθόμασταν σταυροπόδι στο χαλί και ακούγαμε τη θεία να αφηγείται τόσο παραστατικά τα παραμύθια που δεν ακουγόταν ούτε η ανάσα μας. Όταν τελείωνε, φορούσαμε όλοι τα παλτά μας και τα σκουφιά μας και σχηματίζαμε δυάδες για να πάμε να καλημερίσουμε τον θείο Χέλμουτ. Μας περίμενε πίσω από τον γκισέ του βιβλιοπωλείου, πάντα καλοντυμένος και χαμογελαστός και καθώς μπαίναμε μας κερνούσε από ένα καραμελωμένο μήλο τυλιγμένο σε σελοφάν. 

«Καλώς τα! Καλώς τα! Καλωσορίσατε! Μα τι χαρούμενα προσωπάκια είναι αυτά; Ακούσατε μήπως κανένα καλό παραμύθι;» μας ρωτούσε σαν να μην ήξερε. 

«Εγώ έφαγα ένα πολύ καλό μπρέτσελ και είμαι χαρούμενος!» απαντούσε ο Γιόχαν, ο μικρός μου αδερφός, τρίβοντας την κοιλίτσα του. 

Το βιβλιοπωλείο ήταν γεμάτο από βιβλία πάνω σε ξύλινα ράφια. Στη βιτρίνα του είχε ξύλινες μαριονέτες και ένα τρενάκι που γύριζε γύρω-γύρω μέσα σε ένα χιονισμένο τοπίο. Όλα τα παιδιά έτρεχαν κι άρπαζαν από ένα βιβλίο και για καμιά ώρα το φυλλομετρούσαν και αν τους άρεσε πήγαιναν στον θείο Χέλμουτ και του έλεγαν: «Θείε Χέλμουτ, αυτό είναι!» Ο Θείος Χέλμουτ το έπαιρνε το περιεργαζόταν, το μύριζε, έλεγχε την κορδέλα του να μην είναι ξεφτισμένη και μετά το έδινε στο πιτσιρίκι μαζί με ένα στυλό που το χρώμα του θα ταίριαζε με το εξώφυλλο. «Εμπρός λοιπόν! Αφού το επέλεξες, πρέπει και να το συμπληρώσεις με μια ωραία ευχή. Και μετά θα το τυλίξεις σε ένα ωραίο περιτύλιγμα από εκείνα εκεί στον πάγκο. Εντάξει;» Τα παιδιά μόλις τέλειωναν με το τύλιγμα των βιβλίων τους τα άφηναν στον θείο Χέλμουτ και εκείνος τα έβαζε μέσα σε έναν τεράστιο κατακόκκινο σάκο. 

Μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, κάθε χρόνο, τα παιδιά συγκέντρωναν πάνω από διακόσια βιβλία μικρά και μεγάλα. Την παραμονή, στις δύο το μεσημέρι ακριβώς, η θεία Γκρέτελ με άφηνε στο βιβλιοπωλείο και ο θείος Χέλμουτ κρεμούσε την επιγραφή «ΚΛΕΙΣΤΟΝ» στην πόρτα. Έβγαζε μέσα από το συρτάρι του έναν τεράστιο χάρτη που είχε επάνω μικρά κόκκινα σημαδάκια. Αναστέναζε βαθιά, έκλεινε για λίγο τα μάτια του και δυο δάκρυα κυλούσαν κι έπεφταν στον χάρτη. Και τότε εκεί που ήταν τα σημαδάκια ξεπρόβαλαν παιδικά προσωπάκια, άλλα χαμογελαστά κι άλλα λυπημένα και από κάτω ονόματα. Γιάν, Γκέοργκ, Στέλλα, Μάρκους, Βόλφγκανγκ, Μάγδα, Χίλντα. 

«Πόσο πολύ θα ήθελα ένα βράδυ σαν κι αυτό ο χάρτης μου να γεμίσει με χαμογελαστά προσωπάκια. Πόσο πολύ θα ήθελα να έφτανε η χαρά που θα πάρουν τα παιδιά απόψε το βράδυ για όλη τους τη ζωή. Λοιπόν, καλή μου; Τί λες; Ξεκινάμε;» μου έλεγε και ταυτόχρονα μου έδινε ένα γλυκάκι, συνήθως σοκολατένιο. Έβαζα τα γάντια μου και το κασκόλ μου και τον έπιανα σφιχτά από το χέρι. 

Κατηφορίζαμε τον δρόμο και σταματούσαμε για λίγο έξω από το ζαχαροπλαστείο του χερ Ζίγκμουντ. Μας άνοιγε την πόρτα με το χρυσαφένιο κουδουνάκι στο κάσωμα και μας έδειχνε έναν πράσινο σκούρο σάκο που ήταν γεμάτος από από λεμπκούχεν και σοκολάτες κάθε λογής, τυλιγμένα όλα σε χρωματιστές ζελατίνες με μικρά φιογκάκια. Μόλις κλείναμε την πόρτα πίσω μας έβγαζε από το συρτάρι του έναν ακόμα χάρτη. Ο θείος Χέλμουτ άνοιγε τον δικό του χάρτη και οι δύο άντρες έσφιγγαν τα χέρια τους και οι χάρτες ενώνονταν και γίνονταν ένα. «Μακάρι του χρόνου οι χάρτες να έχουν μόνο χαρούμενα προσωπάκια, Χέλμουτ.» είπε ο κ. Ζίγκμουντ. «Μακάρι, φίλε μου. Μακάρι!» απάντησε ο θείος. Βγήκαμε και οι τρεις από το ζαχαροπλαστείο και τότε ο θείος άνοιξε τον χάρτη. Όπως κάθε χρόνο, από πόρτα σε πόρτα, περάσαμε πρώτα από όλα τα σπίτια που στο χάρτη είχαν ένα θλιμμένο προσωπάκι και στη συνέχεια στα υπόλοιπα. Αφήναμε ένα βιβλίο κι ένα γλυκό και συνεχίζαμε μέχρι να σβήσουν όλα τα σημαδάκια πάνω στον χάρτη . Ξημερώνοντας Χριστούγεννα βρισκόμουν ήδη στο κρεβάτι μου και κοιμόμουν βαθιά. 

Φέτος, ο Λέων μόλις με είδε μου έκανε νόημα. «Έλα στη σοφίτα! Βρήκα κάτι που δεν ξέρω τι είναι, αλλά μου έδωσε μια ιδέα!» Τον ακολούθησα και μόλις το κεφάλι μου βγήκε από το άνοιγμα της σκάλας μου έδειξε έναν κόκκινο σάκο. «Ξέρεις τι είναι αυτός ο σάκος;» με ρώτησε. Φυσικά και ήξερα.

«Τι λες, Χίλντα; Θέλεις να δοκιμάσουμε κι εμείς; Μακάρι να καταφέρουμε να κάνουμε χαρούμενα τα παιδιά έστω και για ένα βράδυ!»

«Και πότε θα προλάβουμε;» τον ρώτησα. 

Ο Λέων με κοίταξε κατάματα και χαμογέλασε δακρύζοντας. «Χίλντα, όταν μοιράζεις αγάπη και χαρά, κάπως κάτι γίνεται και προλαβαίνεις. Θα προλάβουμε!»

Όλο το απόγευμα τυλίγαμε βιβλία και σοκολάτες, το βράδυ τα μοιράσαμε και το ξημέρωμα των Χριστουγέννων μας βρήκε έξω από την πόρτα του σπιτιού μου. Σήκωσα το βλέμμα μου και στο παράθυρο με τις μαριονέτες στεκόταν ο θείος Χέλμουτ και μας έγνεφε να ανέβουμε. 

«Έλα! Θα φας ένα μπρέτσελ με βούτυρο μαζί μας και θα πιούμε και λίγο ζεστό κρασί με κανέλα να ζεσταθούμε! Αν έχει διάθεση ο θείος Χέλμουτ θα μας πει και ένα παραμύθι.» Ο Λέων χαμογέλασε, στήριξε στη μύτη του λίγο καλύτερα τα στρογγυλά γυαλιά του και έγνεψε «ναι».

«Καλά Χριστούγεννα, Λέων!» του είπα χαμογελώντας.

«Καλά Χριστούγεννα, Χίλντα!» μου απάντησε.

Ο θείος άνοιξε την πόρτα και είπε συγκινημένος «Μακάρι, παιδιά μου, του χρόνου ο χάρτης σας να δείχνει μόνο χαρούμενα προσωπάκια! Καλά Χριστούγεννα!».


Author

Despina Alice Paulson 

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Τ' Αννιώ

 

Η κυρα- Παναγιώτα άκουσε την κόρη της να ουρλιάζει στην αυλή. Πετάχτηκε έξω και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Μια κοπέλα βουτηγμένη στα αίματα έξω από την αυλόπορτά της. Σταυροκοπήθηκε και πετάχτηκε έξω.
– Ο Χριστός κι η Παναγία!!! Αννιώ!!! Μαρία, γρήγορα!! Τι στέκεσαι σαν στήλη άλατος; Άνοιξε να μπει και τρέχα στον παπα- Αντρέα να του πεις πως το κορίτσι του είναι εδώ σε κακά χάλια.

Η Άννα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της Μαρίας και η κυρα- Παναγιώτα προσπαθούσε με βρεγμένα πανιά σε ζεστό νερό να την καθαρίσει από τα αίματα. Τα μάτια της Άννας έτρεχαν δάκρυα, μα δεν μιλούσε. Η κυρα-Παναγιώτα καθώς καθάριζε το αίμα είδε το σημείο απ’ όπου έτρεχε.
Βοήθα μας, Παναγιά μου. Άλλο και τούτο. Ποιος έκανε τέτοιο πράγμα στο κορίτσι;

Το αίμα ανάβλυζε από μια τομή ανάμεσα στα πόδια της Άννας σαν να προσπάθησε κάποιος να τη χωρίσει στα δυο.
– Αννούλα, τι έγινε, κορίτσι μου; Ποιος; Πρέπει να σε πάμε στο νοσοκομείο.
– Έβγαλε το κακό από μέσα μου. Βγήκε το κακό,
είπε η Άννα και λιποθύμησε.

Από τότε που πέθανε η καημένη η παπαδιά, ο παπάς όπως- όπως προσπαθούσε να μεγαλώσει την κόρη του. Έρημο κορμί έμεινε, λες κι έφταιγε αυτός για το κακό που βρήκε τη γυναίκα του. Δεν μπόρεσε να τη σώσει. Η παπαδιά έφυγε για τη Σπιναλόγκα όταν η Άννα ήταν δέκα χρονών. Ήταν ήδη βαριά άρρωστη και η είδηση του θανάτου της έφτασε γρήγορα στο χωριό. Κανένας δεν πλησίαζε στο σπίτι του παπά από φόβο ότι κι αυτός και η Άννα θα είχαν κολλήσει το χτικιό. Ακόμα και τις Κυριακές οι χωριανοί πήγαιναν να λειτουργηθούν σε διπλανά χωριά. Ερήμωσε και η εκκλησιά. Μα το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Ποιος ξέρει τι είπαν του Δεσπότη οι καλοθελητές κι ο παπάς, από τη μια στιγμή στην άλλη, δεν είχε εκκλησιά μήτε την καμπάνα να χτυπήσει. Πώς να μεγαλώσει το παιδί του; Είχε ένα χωράφι μικρό έξω από το Ηράκλειο, το πούλησε κι αυτό για ένα κομμάτι ψωμί. Κανά δυο οικογένειες άφηναν φαγητό έξω από την πόρτα του σπιτιού του, ίσα- ίσα να μην πεθάνουν από την πείνα τα δυο έρμα πλάσματα.

Ώσπου να φτάσει ο παπάς στο σπίτι της κυρα-Παναγιώτας η Άννα άφησε την τελευταία της πνοή. Ο παπάς μπήκε στη βάρκα που πήγαινε στη Σπιναλόγκα και στο ενδιάμεσο έκανε τον σταυρό του και πήδηξε στα σκούρα νερά της θάλασσας. Μετά την κηδεία και των δυο, τι κηδεία δηλαδή, ο Θεός να την κάνει, η Μαρία και η κυρά-Παναγιώτα γύρισαν στο σπίτι τους βουβές. Ο δάσκαλος, ο άντρας της, έκατσε στο καφενείο στην αγαπημένη του γωνιά δίπλα στη τζαμαρία και έγραφε στα τεφτέρια του πίνοντας τον καφέ του αμίλητος. Σαν μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι η κυρά- Παναγιώτα άνοιξε τη συζήτηση, γιατί δεν βαστούσε πια να έχει τόσα ανεξήγητα μέσα στο κεφάλι της.

– Ξέρεις, εσύ, τι εννοούσε το Αννιώ; Ποιο κακό πάλευε να βγάλει από μέσα της; Είναι δυνατόν να έκανε όλο αυτό το μακελειό μοναχή της; Πως άντεξε τον πόνο; Τι κακό έπεσε πάνω σ’ αυτή την οικογένεια! Ξεκληρίστηκαν άδικα.

Ο δάσκαλος πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε πως δεν θα γλίτωνε από τη γυναίκα του αν δεν της έδινε κάποιες απαντήσεις ακόμη κι αν ήταν απλές υποθέσεις.
– Μαρία μου, πήγαινε παιδί μου στο φαρμακείο να δεις αν ο Μανούσος έφτιαξε την αλοιφή που του ζήτησα, είπε στην κόρη του για να την απομακρύνει μην ακούσει κάτι και τρομάξει ή ακόμα χειρότερα μην αρχίσει κι αυτή τις ερωτήσεις.

Όταν πέθανε η παπαδιά όλοι πλευρίσαμε τον παπά, αφού είχε κάνει εξετάσεις και ήταν υγιής να ξαναπαντρευτεί. Να βρει μια γυναίκα να τον βοηθάει και να μεγαλώσει και τ’ Αννιώ με μια μάνα, έστω μητριά, μα δεν άκουγε. Ρωτάς για το κακό. Το κακό δεν ήταν μέσα στ’ Αννιώ, γυναίκα. Το κακό ήρθε και καβάλησε πάνω στο χωριό όταν τ’ Αννιώ αποφάσισε να βγάλει μόνο του τα προς το ζην. Έφυγε για το Ηράκλειο να δουλέψει, μα εκεί γνώρισε έναν Αθηναίο που της έταξε γάμο. Από την αγκαλιά της μάνας του έπεσε στην αγκαλιά αυτουνού του καταραμένου. Θυμάσαι τις προάλλες, που πήγα στον ξάδελφό σου; Βγήκαμε το βράδυ να πιούμε δυο ρακές και την είδα μέσα σ’ ένα καπηλειό να μεθοκοπάει και τριγύρω της άντρες, π’ ανάθεμα τις βράκες τους, να παίζουν και να χωρατεύουν μαζί της. Ήταν και δυο χωριανοί μας εκεί, μα κανείς δεν σάλευε από το τραπέζι του για να το γλιτώσει. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβω τι δουλειά έκανε τ’ Αννιώ. Έκανα να μπω στο καπηλειό, μα ο ξάδερφός σου με σταμάτησε «Στάσου! Έχεις γυναίκα και παιδί. Αυτοί είναι κάθε καρυδιάς καρύδι. Πάμε να φύγουμε μη βρεθείς σφαγμένος.» μου είπε και με τράβηξε από το μανίκι και φύγαμε.
Όταν γύρισα στο χωριό πήγα και βρήκα τον παπά, να προλάβει τα χειρότερα, μα ο νους του ήταν σαλεμένος. Έπιασε να κάνει εξορκισμό κι αγιασμούς μέσα στο σπίτι και σαν ήρθε στα συγκαλά του με ευχαρίστησε και μου είπε θα φροντίσει αυτός για την κόρη του. Πήγα και στον κοινοτάρχη και του μίλησα μήπως έκανε κάτι για να σωθεί το κακόμοιρο το κορίτσι, μα η πόρτα ήταν κλειστή. Δυο μέρες μετά ξαναπήγα στο Ηράκλειο να πάρω τα βιβλία μου και έψαξα να ξαναβρώ το Αννιώ και τα κατάφερα. Του έδωσα όσα χρήματα είχα πάνω μου και του είπα ότι θα του δώσω κι άλλα, μα να γυρίσει πίσω στο χωριό. «Δάσκαλε, αυτά που μου δίνεις πρέπει να στα δουλέψω. Εγώ χατίρια και λύπηση δεν θέλω από κανέναν.» μου είπε και πήγε, αν έχεις τον Θεό σου, γυναίκα, να καθίσει στα γόνατά μου. Έφυγα τρέχοντας. Δεν πίστευα αυτό που πήγε να κάνει.
Λίγες μέρες μετά ήρθε στο χωριό η μικρή. Βούϊζε ο τόπος στο καφενείο. Άλλοι μιλούσαν με αποστροφή, άλλοι καμάρωναν τα κατορθώματά τους, άλλοι με λύπηση. Μια Κυριακή πρωί την είδα στο πίσω μέρος της εκκλησιάς και πήγα να της μιλήσω. «Παιδί μου, πόσο χαίρομαι που ξαναγύρισες!» Με κοίταξε με βλέμμα αγριεμένο και σαν να μου έφτυσε στο πρόσωπο τις λέξεις μου είπε «Δεν ξεχνώ την υποχρέωση. Όποτε θες, δάσκαλε, ξέρεις που θα με βρεις. Μόνο γρήγορα, μην τ’ αργείς γιατί σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ. Φεύγω. Θα πάω στην πρωτεύουσα να παντρευτώ και να γεννήσω.» «Δεν έχεις υποχρέωση, Αννιώ, τι λόγια είναι αυτά; Με το καλό, παιδί μου. Όλα καλά να πάνε.» Από τότε δεν επιχείρησα να της ξαναμιλήσω. Τι να έλεγα;
Ο παπάς είχε κλειστεί εδώ και μέρες στο σπίτι και το λιβάνι μύριζε μέχρι έξω στον δρόμο. Οι αγιασμοί και τα ευχέλαια και οι εξορκισμοί έδιναν κι έπαιρναν. Τον είδα λίγο πριν έρθει σε σένα το Αννιώ και τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στα αίματα, τα γένια του τα ράσα του το ίδιο. «Παπά, τι αίματα είναι αυτά στα χέρια σου; Θες βοήθεια; Έσφαξες καμιά κότα;» «Έφυγε το κακό, δάσκαλε. Τώρα όλα θα πάρουν το δρόμο τους. Έφυγε το κακό.» μου είπε και ξαναμπήκε στο σπίτι.
Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.

– Θεέ και Κύριε! Ο παπάς έκανε αυτό το πράμα; Γι’ αυτό έπεσε στη θάλασσα; Καημένο, Αννιώ. Καημένε, παπα-Αντρέα. Και τ’ Αννιώ το ήξερε; Είναι δυνατόν;
– Σαλεμένα μυαλά. Λύτρωση γύρευαν. Πίστεψε τ’ Αννιώ ότι κυοφορούσε δαίμονα και έκατσε να τον ξεριζώσει από μέσα της ο άνθρωπος που στα χέρια του την εμπιστεύτηκε η μάνα της.

***

Η κυρά-Παναγιώτα πήγε κι άναψε το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα. Είχε σουρουπώσει πια. Η Μαρία αμίλητη σήκωσε το τραπέζι, άναψε τις λάμπες και πήρε το βιβλίο της κι έκατσε να διαβάσει. Ο δάσκαλος έπιασε πάλι τα τεφτέρια του κι έγραφε, ποιος ξέρει τι. Που και που σήκωνε το κεφάλι στον ουρανό και βαριαναστέναζε. «Λυπήσου μας, Θεέ μου.» Το φως του φεγγαριού πάνω από τη Σπιναλόγκα έτρεμε μέσα στη νύχτα κάνοντας αντικατοπτρισμούς στα μαύρα νερά της θάλασσας. Ένας τρελός περνώντας κάτω από το παράθυρο φώναζε «Αιωνία η μνήμη, αξιομακάριστοι αδελφοί!!! Αιωνία αυτών η μνήμη!!».