Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Το ευχόκουτο

 

Ξημέρωσε Χριστούγεννα. Ήρθε η ώρα άλλη μια φορά να ανοίξω το κουτί μου. Ξύλινο από κέδρο, το ξύλο μοσχομυρίζει παρά τα χρόνια που πέρασαν. Το είχες φέρει δώρο για μένα από τους Αγίους Τόπους. Το κρατούσες τυλιγμένο όμορφα μέσα σε κόκκινο χαρτί με έναν φαρδύ καφέ φιόγκο, κοντά έξι μήνες πριν μου το δώσεις. «Τι είναι;» σε ρωτούσα. «Να πας στις δουλειές σου! Αυτό είναι δική μου δουλειά!» απαντούσες κοφτά. Το κοίταζα καλά- καλά και το λαχταρούσα όσο τίποτα. Η μάνα μου δεν ήξερε να μου πει, όχι ότι θα μου έλεγε ακόμα κι αν ήξερε. «Μαμά, τι έχει μέσα αυτό το πακέτο και δεν μου λέει η γιαγιά; Παίζει με την υπομονή μου!» «Ε, άστηνε να παίζει, τι τρώγεσαι; Σάμπως ότι έχει δικό σου δεν είναι; Όλα της εγγόνας της δεν τα έχει τάξει;».

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του 1998, όταν μάθαμε για τον καρκίνο. Οι γιατροί ήταν φειδωλοί στις προβλέψεις τους κι εγώ ήξερα ότι θα έφευγες. Με κοίταζες και με μάλωνες που θύμωνα με τον Θεό τον ίδιο κι αρνιόμουν να πάω στην εκκλησία. Ούτε μαζί σου, ούτε με κανέναν. Το βλέμμα σου με μάλωνε, μα τα χέρια σου με παρηγορούσαν. Ήταν βράδυ Χριστουγέννων και καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι και χαχανίζαμε με τις βλακείες του Γιωργή και τα παθήματα του μπαμπά στο στρατό. Το Στρατέλι μας, με τα ποδηλατικά ρούχα που ποτέ δεν χώνεψες, ξαπλωμένο πάνω στον καναπέ λαγοκοιμόταν ακούγοντας χιλιοειπωμένες ιστορίες. Εσύ τεχνηέντως έκλεβες τα μελομακάρονα από την πιατέλα δίπλα σου, μην τυχόν και σε δει η μάνα κι αρχίσει τη μουρμούρα για το σάκχαρο. Εγώ μόνιμα καθισμένη στο σκαμνί δίπλα σου, χρόνια τώρα, από παιδί που μου το ‘φτιαξε ο παππούς. «Δυο μέτρα γυναίκα γίνηκες, δυο κάτια γίνεσαι πάνω σε δαύτο.» έλεγες, μα το βλέμμα σου καμάρωνε που δεν είχα ξεκολλημό από την ποδιά σου.

Κάποια στιγμή σηκώθηκες και πήγες με συρτά βήματα στο δωμάτιό σου. Άνοιξες το συρτάρι κι έβγαλες το πακέτο. Όταν σε είδα να το κρατάς πετάχτηκα όρθια.
-Κακομαθημένη εγγόνα μου! Έλα μέσα. Εμάς θα μας επιτρέψετε για λίγο. Ναι; Συνεχίστε την παρέα σας και μετά θα καλαντίσουμε και το Γιωργή μας θα παίξει κανονάκι και το Στρατέλι μας, σαν αποφασίσει να ντυθεί σαν άνθρωπος, θα φέρει το μαντολίνο του. Γιωργή μου, της Παναΐας το κάλαντο πρώτο, ναι, γιαβρί μου;
Καθίσαμε αντικρυστά όπως πάντα.
-Άνοιξέ το! Έλα! Το ξετύλιξα προσεκτικά και είδα ένα ξύλινο στρογγυλό κουτί με λουκέτο και με μια σχισμή κουμπαρά στο καπάκι. Σε κοίταξα με περιέργεια.
-Γιαβρί μου, σ’ αρέσει;
-Ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω. Κουμπαράς;
-Ναι, μα αλλιώτικος. Εδώ θα αποταμιεύεις ευχές. Κόρη μου, εγώ σε έμαθα να πιστεύεις στα θαύματα! Εγώ από μωρό σε μιλάω για τα εύκολα και τα δύσκολα της ζωής. Και κοίτα, κοίτα μια εγγόνα που έχω. Σε καμαρώνω, τζιέρι μου, και σε θαυμάζω και στα εύκολά σου και στα δύσκολα. Άκου λοιπόν. Σαν παντρεύτηκα τον Κωσταντή μου, η μάνα μου μου έδωσε εμένα ένα ευχόκουτο. Ο άνθρωπος, έλεγε η νόνα σου, στα δύσκολα εύχεται με όλη του τη δύναμη. Τις ευχές σου να τις γράφεις και να τις ρίχνεις στο ευχόκουτο. Μια φορά το χρόνο θα ανοίγεις το κουτί και θα βλέπεις πως τελικά όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Έτσι θα δυναμώνει η πίστη σου. Από τότε που γεννήθηκες στο δικό μου το ευχόκουτο ρίχνω ευχές σχεδόν μόνο για σένα. Να δίνει καλήν ευκολίαν ο Θεός σαν ταλανίζεσαι, κόρη μου. Το ευχόκουτό σου να μην το ξεχνάς, να μην το υποτιμάς και να μην το ευτελίζεις. Βάζε μέσα τις ευχές σου, όταν η δυσκολία τις κάνει να μοιάζουν προσευχές, όποτε νιώθεις τον ουρανό να σε πλακώνει και ο φόβος σου θεριεύει. Να βάζεις τις ευχές εκείνες που για να βγουν θέλουν να γίνει ένα θαύμα. Κατάλαβες, κοκόνα μου; Εγώ το δικό μου το ευχόκουτο το ανοίγω τα Χριστούγεννα, γιατί η Γέννησή Του είναι πιο κοντά στα θαύματα και οι ελπίδες μου μεγαλώνουν. Εσύ; Πότε λες;
-Γιαγιά μου, δεν με ξέρεις; Αφού κάνω ό,τι κάνεις. Τα Χριστούγεννα θα το ανοίγω. Και την Πρωτοχρονιά θα βάζω την πρώτη ευχή. Ε, να του αφήνουμε και μια βδομάδα να ξαποστάσει, ε;
 
Πρωτοχρονιά 1999.
Και Νέον Έτος αριθμεί. «Να μην πονάει η γιαγιά μου. Να μη φύγει ποτέ.» Η πρώτη ευχή του χρόνου έπιασε! Δεν πονούσες και από μέσα μας δεν έφυγες ποτέ.
Χριστούγεννα 2017. Γύρισα από τη Λειτουργία. Λείπουν τα παιδιά από το σπίτι. Έφτιαξα τούρκικο καφέ γλυκό, όπως τον έπινες εσύ, όπως τον πίνω κι εγώ που με έμαθες ούτε στον καφέ να μη μ’ αρέσουν τα μέτρια. «Ο καφές σου να είναι σαν τη ζωή σου, απόλυτος. Ή γλυκός ή πικρός. Για τα μέτρια εγώ δεν σ’ έχω.» έλεγες. Κάθισα στο γραφείο μου, σε κοίταξα και άνοιξα το ευχόκουτο. Ένα- ένα διάβασα τα χαρτάκια με τις ευχές της χρονιάς που πέρασε. Ευχές που γράφτηκαν σε ώρες δύσκολες, γιατί ήρθαν πολλές τέτοιες. Καμιά εκατοστή χαρτάκια. Καμιά εκατοστή ευχές. Εκατό φορές που έχασα το κουράγιο μου και εκατό φορές που πίστεψα στα θαύματα και προχώρησα. Πέρασε ένας χρόνος με εισροές και εκροές. Με μεγάλες αποχωρήσεις, μα και ακόμα μεγαλύτερες προσελεύσεις. Μικρές και μεγάλες απώλειες, μα και μεγάλα οφέλη. Από τις εκατό ευχές δεν υλοποιήθηκε αυτούσια ούτε μία. Μα δεν έχει καμία σημασία. Πέρασαν τα δύσκολα μιας χρονιάς και είμαι εδώ. Διάβασα τις ευχές αναπολώντας τις στιγμές που γράφτηκαν και λίγο-λίγο το μέτρημα άλλαξε και κατέληξα να μετρώ τις ευλογίες της χρονιάς που πέρασε. Το ευχόκουτό μου είναι ξανά άδειο, έτοιμο να γεμίσει για άλλη μια φορά με τις ευχές που θα μοιάζουν προσευχές τον επόμενο χρόνο. 

Γιαγιά μου, τελικά η δική σου ευχή, η πιο μεγάλη προσευχή, έχει πιάσει. Κάθε χρόνο να είμαι καλά, να είμαι εδώ και λίγο παραπέρα, λίγο αλλιώς και πάντα γεμάτη με τις ευχές μου και τις δικές σου. Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το Νέο Έτος.

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε αυτούσιο πρώτη φορά στο thebluez.gr)

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΜΠΑΡΦ (terror)



Η Ελένη ήταν μεγαλωμένη μέσα στα σφαγεία δίπλα στον πατέρα της από τότε που πέθανε η μάνα της, η κυρά-Ερατώ. Όταν έγινε 15 χρονών, ο κυρ- Γιώργης αποφάσισε ότι δεν ήταν τα σφαγεία μέρος για την κόρη του κι άνοιξε ένα χασάπικο στη γειτονιά τους στη Νίκαια. Μικρό μαγαζάκι που σε μια μεριά ο κυρ- Γιώργης είχε βάλει κι ένα μικρό γραφείο να κάθεται το Λενιώ του να διαβάζει. Ένα όνειρο είχε ο πατέρας της, να τη δει να δουλεύει σε γραφείο. Μόλις τέλειωσε τη σχολή της, η Ελένη έδωσε εξετάσεις και μπήκε στο δημόσιο, σε μια υπηρεσία μισθωμάτων. Είχε σταθερή δουλειά και σταθερό μισθό και ένιωθε πως ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για κείνον. Τα Σάββατα όμως, που την έβρισκες που την έχανες στο χασάπικο ήταν. Ήξερε τη δουλειά και βοηθούσε παντού.

Από το δικηγορικό γραφείο του Αριστείδη Πολυγερόπουλου οι φωνές ακούγονταν μέχρι τον διάδρομο. Ο Αργύρης δεν εννοούσε να καταλάβει ότι δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει με το κτίριο που νοίκιαζε στο δημόσιο.
«Έλα, ρε Αριστείδη. Τόσα χρόνια μέσα τους έχω, θα τα κουκουλώσουμε και σιγά μη τα ψάξουν. Θα υπογράψουμε και τέλειωσε η ιστορία.»
«Αργύρη, δεν είναι έτσι που τα λες. Εγώ, ως δικηγόρος σου οφείλω να σου πω ότι θα τα ψάξουν. Το λένε κιόλας.»
«Αριστείδη, είμαι μόνος μου και χορεύω. Τι θα κάνουν; Θα βγάλουν έξω κοντά εκατό νοματαίους, έπιπλα, χαρτούρα; Πού θα τους πάνε; Ξέρω τι κάνω σου λέω.»
«Αμάν, βρε αδερφάκι μου. Τόσα χρόνια που σε ξέρω τα ίδια κάνεις. Πρόσεχε γιατί θα σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί.»

Η Ελένη τον τελευταίο καιρό πήγαινε στο γραφείο με την ελπίδα να μην ξαναπέσει πάνω στον Αργύρη Χοιρομενίδη, ούτε τηλεφωνικά ούτε διά ζώσης. Τέσσερις νοματαίοι δούλευαν για να κλείσει η συμφωνία και όλο προβλήματα τους δημιουργούσε. Εισοδηματίας, με υποκριτικό ύφος ευγένειας ανάμεικτης με ειρωνεία, απαιτούσε της Παναγιάς τα μάτια εδώ και δώδεκα χρόνια, αλλά τώρα πλέον είχε απογίνει το κακό του. Όποτε τον συνέφερε τα ήξερε όλα και όποτε έπρεπε να βάλει το χέρι στην τσέπη δεν ήξερε τίποτα, γινόταν χαζός, αδαής, κακομοιρούλης χωρίς στον ήλιο μοίρα. Ξαφνικά θυμόταν ότι δεν του έκαναν οι όροι της συμφωνίας, ξαφνικά ο διαγωνισμός είχε έναν όρο που δεν του άρεσε και δεν τον είδε νωρίτερα και τώρα που τον είδε «Αχ, κυρία Ελένη, δεν είναι κάτι σοβαρό αυτό. Απλά δεν θα το βάλετε στο συμφωνητικό και θα είμαστε μια χαρά. Γιατί εγώ δεν το είδα και τώρα που το είδα αυτό έχει και μια δαπάνη επιπλέον για μένα που ποιος θα μου την καλύψει; Θέλω χρόνο. Δεν έχω την οικονομική άνεση τώρα να κάνω όλα αυτά.» Κάθε μέρα το ίδιο τροπάρι. Κάθε μέρα η ίδια απάντηση: «Δεν έχετε επιλογές και δεν έχουμε κι εμείς. Αρχίστε να τρέχετε για να γίνουν όλα μέσα στην προθεσμία που σας ορίσαμε.» Κάθε μέρα «Κυρία Ελένη, ο Χοιρομενίδης είμαι. Τι θα γίνει με το θεματάκι μας;», «Καλημέρα, κυρία Ελένη, τι κάνετε; Καλή εβδομάδα σας εύχομαι. Πήρα να δω αν προχωράει το θεματάκι μας.», «Κυρία Ελένη, περαστικός ήμουν και είπα να πω μια καλημέρα. Μήπως έχετε νεότερα για το θεματάκι μας;»

Το βράδυ, επιστρέφοντας από τη δουλειά, η Ελένη πέρασε από το χασάπικο. Ο κυρ- Γιώργης μέρες τώρα ήταν σκυθρωπός και δεν πολυμιλούσε. Τον είδε από τη βιτρίνα να παλεύει πάνω από τη μηχανή του κιμά, περιτριγυρισμένος από λαχανικά και μυρωδικά. Μπήκε μέσα και πέρασε πίσω από τον πάγκο. «Μάστορα, τι κάνεις εκεί; Θα την ξεκάνεις τη μηχανή με τις κοκάλες. Και τι είναι τούτα εδώ τα ζαρζαβατικά;» Ο πατέρας της πάλευε με το στανιό να θρυμματίσει ένα κόκκαλο στη μηχανή του κιμά, αλλά όταν την είδε σταμάτησε. «Πέρασε από δω πάλι αυτός. Να μου πει για το νοίκι. Θέλει λέει να το καταθέσω στην τράπεζα ως τις δεκαπέντε του μήνα, αλλιώς να βρω άλλο μαγαζί.»
«Μάλιστα. Και οι κοκάλες τι δουλειά έχουν με τον κιμά;»
«Να προχθές, ήρθε ο Αντρέας με τα δυο λυκόσκυλα στην πλατεία του Αγίου Νικολάου.»
«Α, ναι.»
«Ε, μου είπε για έναν κιμά που ταΐζουν όλοι αυτοί τα σκυλιά τους και σκέφτηκα μήπως κάνω κι εγώ μπας και βγει καμιά πεντάρα παραπάνω. Τούτη η μηχανή όμως δεν θα αντέξει. Δεν κάνει για τη δουλειά. Θα πάω αύριο να δω μήπως έχει τίποτα άλλα μαχαίρια και βλέπουμε.»
«Τι να σου πω, βρε μπαμπά. Σου έχω πει χίλιες φορές πάρε τα δικά μου χρήματα να τον ξεφορτωθείς για λίγο μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε.»
«Αυτό δεν θα το ξαναπείς! Δεν σε σπούδασα για να με ξεχρεώνεις. Ακούς; Καλύτερα να γυρίσω στα σφαγεία, παρά αυτό που λες.»

Την άλλη μέρα το μεσημέρι ο κυρ- Γιώργης έφερε τα σωστά μαχαίρια για τη μηχανή του κιμά και ήταν περιχαρής. Το βράδυ όλο γι’ αυτό μιλούσε.
«Μου είπε κι ο Αντρέας και η Μαρία του φούρναρη ότι θα μου στείλουν πελατεία. Δόξα τω Θεώ, κανείς δεν χάνεται.» Τι να σου κάνει όμως κι ο Θεός; Το χρέος ήταν μεγάλο και οι πελάτες απελπιστικά λίγοι. Ούτε χρήματα είχε ο κόσμος, ούτε σκυλιά κι όσοι είχαν προτιμούσαν την ξηρά τροφή. Έτσι ήρθε το εξώδικο και μετά η έξωση. Ένα μήνα πήρε. Ο κυρ- Γιώργης μάζεψε σε μια αποθήκη τον εξοπλισμό του, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να τον πουλήσει και έκανε τα χαρτιά του ξανά για τα σφαγεία. Η Ελένη ήταν να σκάσει.
«Φραγκοφονιάδες! Τέτοιοι είναι όλοι αυτοί!», έλεγε στην Πελαγία που δούλευαν μαζί. «Δες τον, πάλι εδώ. Κοίτα το βρωμοαρούρι. Χαμογελάει κιόλας ο παλιομαλάκας.»
«Κυρίες μου, τι κάνετε; Ήρθα για να φέρω το χαρτί που ζητήσατε, αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς αυτό που ζητάτε στη διακήρυξη. Είναι ένα άλλο που πιστεύω σας καλύπτει. Δεν κάνει;»
Η Ελένη δεν πρόλαβε να πιάσει το χαρτί. Η καημένη η Πελαγία το άρπαξε σχεδόν στον αέρα για να μην φουντώσει περισσότερο η φίλη της και άρχισε να εξηγεί για εκατομμυριοστή φορά τι έπρεπε να γίνει. «Που να τον φάει μαύρος σκύλος!!! Μας έσκασε πια!!» είπε η Πελαγία αγανακτισμένη όταν βγήκε ο Αργύρης από το γραφείο τους.

Το απόγευμα η Ελένη τηλεφώνησε στον πατέρα της. «Έλα, πατέρα. Τι θα κάνεις το σαββατοκύριακο;»
«Αχ, βρε κοριτσάκι μου, έλεγα να πάω στη Λειβαδιά να δω την αδερφή μου. Πάει κοντά ένα εξάμηνο από τότε που την είδα και με πήρε τηλέφωνο ο θείος σου ότι δεν πάει καλά η υγεία της. Θέλεις να μείνω;»
«Όχι, όχι, πατέρα. Θα φωνάξω παρέα εγώ. Μην ανησυχείς.»

«Κύριε Χοιρομενίδη, καλησπέρα. Σας βρίσκω στο μαγαζί ή δεν μπορείτε να μιλήσετε; Είμαι η Ελένη.»
«Κυρία Ελένη μου, σας κατάλαβα αμέσως. Τι μπορώ να κάνω για σας; Πώς να σας φανώ χρήσιμος;»
«Κύριε Χοιρομενίδη, ακούστε με προσεκτικά. Αντιλαμβάνομαι ότι σας γίνεται η ζωή δύσκολη με όλες αυτές τις διαδικασίες στις οποίες σας βάζουμε να εμπλακείτε, αλλά αυτός είναι ο νόμος και εμείς δεν μπορούμε να μην τον τηρήσουμε. Ωστόσο, πως θα σας φαινόταν αν το Σάββατο το βραδάκι περνούσατε από το σπίτι να φάμε κάτι και να δούμε πως θα ξεμπλέξετε για να υπογράψουμε αυτό το ρημάδι το συμφωνητικό; Νομίζω ότι με ησυχία θα καταφέρουμε να συνεννοηθούμε μια χαρά και όλα θα λυθούν. Μόνο μια χάρη.»
«Παρακαλώ, ό,τι επιθυμείτε είναι διαταγή για μένα.»
Μια αναγούλα της ήρθε αλλά συνέχισε «Να, για να μη βρεθεί κανείς μας εκτεθειμένος, ας μείνει μεταξύ μας αυτή η συνάντηση. Ναι;»
«Αυτό δεν χρειαζόταν καν να το αναφέρετε. Εννοείται!»

Έτριβε τα χέρια του ο Αργύρης. Τι ανέλπιστο ήταν τούτο το δωράκι; Τέτοια θέλουν αυτές οι σκύλες που το παίζουν σπουδαγμένες και τους κοιτάζουν όλους αφ’ υψηλού; «Μπράβο, λεβέντη μου, σου ‘σκασε και συμφωνητικό και πήδημα, όλα σε ένα νοικοκυρεμένα. Και η κυρία Ελένη, όμως, μια χαρά ξηγιέται. Το ‘πιασε το υπονοούμενο κι ας μη της το’χες. Πρέπει να της το αναγνωρίσεις.»
Το Σάββατο το βράδυ, η Ελένη ξεπέρασε τον εαυτό της. Φόρεσε ένα κυπαρισσί φόρεμα που τόνιζε τα πράσινα μάτια της, τις ψηλοτάκουνες γόβες της, άφησε τα μαλλιά της ξέπλεκα στους ώμους της και βάφτηκε όσο πιο άψογα μπορούσε. Το κοκκινιστό μοσχομύριζε στην κουζίνα. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για δυο, αφήνοντας στη φαντασία όποιου το έβλεπε μια πολύ φιλόδοξη συνέχεια μετά το δείπνο.
Το κουδούνι χτύπησε στις 8.30 ακριβώς.
«Αργύρη μου, καλωσήρθες!» του είπε χαμογελώντας πλατιά.
«Κυρία Ελένη!» ξεροκατάπιε όταν την είδε.
«Ε, όχι δα! Κυρία Ελένη και εδώ; Εδώ είμαι η Λένα. Απλά Λένα. Τι θα πιεις; Το φαγητό είναι σχεδόν έτοιμο.»
«Αν είναι εύκολο λίγο κόκκινο κρασί.»

Δύο ώρες μετά η μουσική στο διαμέρισμα έπαιζε στη διαπασών. Η Ελένη είχε πάρει άδεια από το αστυνομικό τμήμα με την αιτιολογία ότι θα έκανε ένα πάρτυ και θα προκαλούσε λίγη φασαρία ίσως με τη μουσική. Κανείς δεν θα την ενοχλούσε όση ώρα θα απογύμνωνε από κάθε ίχνος τρίχας και θα τεμάχιζε το «ζώο» πάνω στο τραπέζι της κουζίνας της. Η μουσική κάλυπτε τον ήχο της ξυριστικής μηχανής και της μηχανής του κιμά που δούλευε ασταμάτητα. Τριάντα συσκευασίες του κιλού έφτιαξε. Ο καλύτερος κιμάς για σκύλους. Κόκαλα, ψαχνά, εντόσθια, μυρωδικά, λαχανικά, ένα χάπι για διάρροια σε κάθε συσκευασία για να διασφαλίσει ότι δεν θα έπιανε ξαφνικά διάρροια τα αδέσποτα της περιοχής. Όταν τελείωσε καθάρισε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη. Την ώρα που περνούσε το απορριμματοφόρο του δήμου έτρεξε, τάχα ότι δεν πρόλαβε να κατεβάσει τα σκουπίδια, και έριξε μέσα τη μαύρη σακούλα με το δέρμα και τις τρίχες και τα νύχια του «ζώου».

Την άλλη μέρα το πρωί πήγε στην φιλοζωική οργάνωση της περιοχής και τους άφησε τον κιμά για τα αδέσποτα, αφού πρώτα τον τέσταρε στον Πεινάλα, ένα μαύρο σκύλο που σύχναζε έξω από το χασάπικο και έτρωγε ό,τι έβρισκε μπροστά του, ακόμα και ανθρώπους. Να τον έκανε τον κιμά, να ‘ταν τρόπος να φάει και το περιτύλιγμα. «Να τον δώσετε ωμό. Δεν χρειάζεται μαγείρεμα να μη χαθούν τα θρεπτικά συστατικά του.» είπε στην υπεύθυνη. Το μεσημέρι ο κυρ- Γιώργης βρήκε ένα γράμμα επάνω στο τραπέζι της κουζίνας κι ένα εισιτήριο. «Ξέρω πως φοβάσαι τα αεροπλάνα όμως σε περιμένω.»

Είχαν περάσει κοντά πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που η Ελένη πάτησε στο γραφείο της. Μια πασχαλιάτικη κάρτα έφτασε στο γραφείο της Πελαγίας λίγο πριν κλείσει για να φύγει για το σπίτι. «Είναι φορές που όταν ευχόμαστε κάτι, οι ουρανοί είναι ανοιχτοί και μας ακούνε. Καλό Πάσχα.»