Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ



Γυναίκες μαυροφορεμένες, σαν στρατιά αγγέλων που κοινό τόπο είχαν μάλλον την απώλεια, έστεκαν γύρω-γύρω στον γυναικωνίτη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Κάθε χρόνο, ένα τάμα μας έφερνε στην εκκλησία του χωριού τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Από παιδί φοβόμουν τις μαυροφορεμένες γυναίκες για κάποιο απροσδιόριστο λόγο. Με διαπερνούσε μια παγωμάρα κάθε φορά που διασταυρωνόμουν μαζί τους.
Δυο γυναίκες θυμάμαι μόνο που, ενώ πένθος στο σπίτι δεν είχε πέσει, κάθε πρώτη Αυγούστου έβαζαν μαύρα για δεκαπέντε μέρες. Τα έβγαζαν πάντα παραμονή της Παναγίας, όταν χτυπούσε η καμπάνα της τελευταίας παράκλησης.

«Καλή Παναγιά, μάνα.»
«Καλή Παναγιά, παιδί μου.»

Ήταν αρχές του 2006 όταν ήρθαν τα μαντάτα στο σαλονάκι του μαιευτηρίου. Κάτι δεν πήγαινε όπως έπρεπε. Δύο καρδιές χτυπούσαν μέσα στην κοιλιά μου μα καμία δεν ήταν σίγουρο ότι θα τα καταφέρει μόλις έβλεπαν τον κόσμο.

«Τί φοβάσαι; Η Παναγιά θα δώσει και όλα θα πάνε καλά. Εγώ εσένα πως σε έκανα θαρρείς; Τάξε, κόρη μου, στην Παναγία και όλα καλά θα πάνε.
Εσύ φοβάσαι; Εσύ; Έτσι σε μεγάλωσα; Έλα εδώ, γιαβρί μου. Να, πάρε την εικόνα της και με όση πίστη έχεις παρακάλα την. Ξέρει αυτή τι θα κάνει. Μάνα είναι για!»

Δεν ξέρω τι με ώθησε. Δεν ξέρω αν ήταν η πίστη μου ή η απόγνωσή μου. Δεν ξέρω αν ήταν αυτή καθαυτή η απόφασή μου να προχωρήσω με την εγκυμοσύνη κι ό,τι ήθελε προκύψει. Εκείνο το βράδυ πήρα την εικόνα που μου έδωσε η γιαγιά μου και την ακούμπησα πάνω στην κοιλιά μου. Δεν θυμάμαι αν παρακάλεσα, αλλά θυμάμαι ότι έταξα. Μαύρα. Κάθε δεκαπενταύγουστο θα φοράω μαύρα και θα πάνε όλα καλά.

12 Αυγούστου 2006 γεννήθηκαν δυο μωρά, ο Πέτρος και η Μαρία. Ξημερώνοντας της Παναγίας ένας πόνος πάνω στην καισαρική τομή μου έσκισε τα σωθικά παρότι ήμουν υπό την επήρεια παυσίπονων. Άνοιξα τα μάτια μου και λίγο μετά χτύπησε το τηλέφωνο.
«Μωρό μου, με πήραν από το «Αγία Σοφία». Η Μαρία δεν άντεξε.»

16 Αυγούστου 2006 ο Πέτρος ήρθε στο σπίτι μαζί με ένα ιατρικό ιστορικό που προμήνυε ότι θα μπαίναμε σε περιπέτειες. Μπήκαμε στο παιδικό δωμάτιο και τον ακούμπησα στην κούνια. Το χεράκι του έσφιγγε το δάχτυλό μου και με κοίταζε με νυσταγμένο βλέμμα.
Έκατσα δίπλα του κι άρχισα το νανούρισμα.

«Παιδί μου, έλα να φας. Άστο να κοιμηθεί.»
«Μαμά, είσαι σίγουρη πως θα πάνε όλα καλά;»
«Ναι, κόρη μου, η Παναγιά θα δώσει.»

Πέρασε ένας χρόνος με χειρουργεία, νοσηλείες, εξετάσεις, και ήταν όλα καλά. 1η Αυγούστου 2007. Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα τα μαύρα. Το απόγευμα πήγαμε στην παράκληση. Τρεις γυναίκες μαυροφορεμένες. Τρεις γυναίκες παράξενες. Μαυροντυμένες αλλά χαμογελαστές. Τρεις γυναίκες ευγνωμονούσες.

Πέρασαν δώδεκα χρόνια από τότε. Η γιαγιά έφυγε. Απέμεινα εγώ κι η μάνα μου, δυο γενιές, δυο τάματα. «Να είναι καλά το παιδί μου κι εγώ στη χάρη σου θα φοράω μαύρα.» Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν αποφάσιζα να μην τα ξαναβάλω. Η Παναγία μου, εμένα, είναι συντρέχτρα, παρηγορεί, αγκαλιάζει, προστατεύει. Δεν πιστεύω ότι θα θυμώσει. Μα να, δεν μου πάει η καρδιά να το κάνω. Για Εκείνη, για μένα, για τον Πέτρο, για τη μάνα μου.

14 Αυγούστου 2018, παραμονή της Παναγίας. Στον γυναικωνίτη πάντα η ίδια εικόνα. Μαυροφορεμένες γυναίκες με αυστηρό βλέμμα. Ποτέ δεν μπόρεσα να ανέβω ως εκεί και να μπω ανάμεσά τους. Ο Πέτρος δίπλα μου ολόκληρο παληκαράκι. Τι κι αν γκρίνιασε που τον έκοψα από το παιχνίδι για να πάμε στην εκκλησία. Το ξέρει πια. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα.

«Καλή Παναγιά, γιε μου.»
«Καλή Παναγιά, μαμά. Δεν σκας με τα μαύρα;»
«Καλή Παναγιά, παιδιά μου. Σους, εσύ! Ακούς εκεί να σκάει; Παράπονο σε κάμανε εσένα;»
«Καλή Παναγιά, γιαγιά!»

 

 

 

 

 

Author


Despina Alice Paulson

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…

Flying in the rain

 

 «Ολίβιε Πλίτσπλοτς, βγες τώρα από την ντουλάπα!!! Βγες τώρα είπα!!! Μα επιτέλους πότε θα το καταλάβεις ότι μπορώ κι εγώ να σε μάθω να πετάς;»
Ο Ολίβιος Πλίτσπλοτς ήταν ανένδοτος. Δεν θα πετούσε ποτέ με οδηγό μια γυναίκα, ακόμα κι αν αυτή η γυναίκα ήταν η δεσποινίς Πηνελόπη Ράναγουέϊ. Η Ευγενία Ντάουνπουρ στεκόταν στην ομπρελοθήκη ανυπόμονη. Έξω ψιλόβρεχε και ήταν μια τέλεια ευκαιρία για μια βόλτα με την κυρία της. Αυτός ο Ολίβιος ήταν τόσο ξεροκέφαλος. Έχανε ένα σωρό βόλτες πάνω από την πόλη με αυτή την εμμονή του να θέλει οδηγό έναν κύριο.

Η Πηνελόπη Ράναγουέϊ λάτρευε από παιδί τις ομπρέλες. Οι γονείς της είχαν δικό τους ομπρελάδικο και η Πηνελόπη καθόταν με τις ώρες και χάζευε που τις έφτιαχναν και μετά τις έβαζαν στις ξύλινες θήκες τους. Έφτιαχναν ομπρέλες-μπαστούνια, με περίτεχνα χερούλια, πολύχρωμα υφάσματα, για άντρες και γυναίκες. Έτσι, μεγαλώνοντας η Πηνελόπη είχε μια μεγάλη συλλογή από υπέροχες ομπρέλες, μα οι αγαπημένες της ήταν η Ευγενία Ντάουνπουρ και ο Ολίβιος Πλίτσπλοτς. Η μία ήταν μια ομπρέλα με άνιμαλ πριντ, σε μπεζ και μαύρο, με μαύρη γυαλιστερή λαβή και μαύρη μύτη. Η άλλη ήταν με καφέ ξύλινη λαβή και μαύρη μύτη, σε μπλε σκούρο καρό μοτίφ. Πριν πεθάνει ο πατέρας της, της έφτιαξε δύο ομπρέλες, την Ευγενία Ντάουνπουρ και τον Ολίβιο Πλίτσπλοτς. «Να θυμάσαι, παιδί μου, όταν θα θες να πετάξεις όλο κι όλο που θα έχεις να κάνεις είναι να ανοίξεις τα μάτια της καρδιάς σου, να βάλεις τα γρανάζια του μυαλού σου μπροστά και να πάρεις μια βαθιά ανάσα και θα βρεθείς όπου θες εσύ. Μα πρόσεχε, μην χάσεις την ομπρέλα σου. Δεν είναι όλες οι ομπρέλες για μεγάλα ύψη. Κατάλαβες;»

Η Πηνελόπη, είδε κι αποείδε να προσπαθεί να βγάλει τον Ολίβιο από την ντουλάπα, αλλά αυτός χωνόταν όλο και πιο βαθιά, κρυβόταν ανάμεσα στα παλτά και στα φορέματα και δεν έλεγε να βγει. Έτσι, φόρεσε το κασμιρένιο της ημίπαλτο, την μάλλινη τραγιάσκα της και το ασορτί κασκόλ της, πήρε την Ευγενία Ντάουνπουρ και βγήκε από την πόρτα. «Έτοιμη; Ας πετάξουμε!» είπε και έκλεισε τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την ομπρέλα της. Μα τι ωραία που φαίνεται η μικρή τους πόλη από ψηλά!! Ο τέλειος καιρός για να πετάς! Οι στέγες έμοιαζαν σαν ένα τεράστιο φίδι και τα κεραμίδια στραφτάλιζαν από το νερό της βροχής.

Λίγο μετά προσγειώθηκαν έξω από το καφέ του Τζόρνταν Τάγκριντι, το καφέ με την καλύτερη ζεστή σοκολάτα της πόλης. Η Πηνελόπη, έκλεισε την ομπρέλα της και μπήκε στο καφέ. Την κρέμασε στην πλάτη της καρέκλας της και κάθισε. Παρήγγειλε τη ζεστή σοκολάτα της και άνοιξε το βιβλίο της.
– Κι εσείς εδώ; Τι ευχάριστη σύμπτωση; άκουσε μια ζεστή αντρική φωνή να της απευθύνεται. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον ψαρομάλλη κύριο που έμενε λίγο πιο κάτω από το ομπρελάδικό της και τα πρωινά περνούσε έξω από τη βιτρίνα της, την καλημέριζε χαμηλώνοντας το γείσο του καπέλου του και συνέχιζε την πορεία του.
– Κύριε Πανμάν, τι έκπληξη! Συχνάζετε κι εσείς εδώ; Του είπε χαμογελώντας.
– Δεν θα το έλεγα, αλλά σήμερα έχει εδώ μία συγκέντρωση η εταιρεία στην οποία εργάζομαι και δεν θα μπορούσα να απουσιάζω. Εσείς; Είστε θαμώνας;
– Ω, ναι. Κάθε Κυριακή πρωί έρχομαι και απολαμβάνω την σοκολάτα του κ. Τάγκριντι. Όταν ανοίγει ο καιρός βγάζει τραπεζάκια στην πίσω αυλή και είναι υπέροχα ανάμεσα στις τριανταφυλλιές.
– Να σας κάνω παρέα; Έχω λίγη ώρα ακόμα μέχρι να μαζευτεί ο κόσμος.
– Παρακαλώ!

Ο κύριος Πανμάν ήταν ραδιοφωνικός παραγωγός. Η Πηνελόπη κάποια βράδια καθόταν δίπλα στο ραδιόφωνό της, άλλοτε διαβάζοντας και άλλοτε σχεδιάζοντας ομπρέλες, και άκουγε την εκπομπή του. Όταν ο κύριος Πανμάν εγκαταστάθηκε λίγο πιο κάτω από το μαγαζί τους περνούσε συχνά και έπιανε κουβέντα με τον πατέρα της. Ο γέρος άντρας χαιρόταν που συζητούσε για την καθημερινότητα με έναν άνθρωπο του ραδιοφώνου. Καναδυό φορές είχε επισκευάσει και την ομπρέλα του κ. Πανμάν που όλο κάτι πάθαινε με τον αέρα και τσάκιζαν οι ακτίνες της.
«Κύριε Πανμάν μου, πώς να πετάξεις με τέτοια ομπρέλα;»
«Κύριε Ράναγουέϊ, για να μη βρέχομαι τη χρειάζομαι. Όχι για να πετάω.»
του απαντούσε εκείνος.

Έτσι, με την κουβέντα για ραδιοφωνικές εκπομπές, μουσική, βιβλία, ομπρέλες και σοκολάτες η ώρα πέρασε, ο ήλιος άρχισε να φαίνεται πίσω από τα σύννεφα και η Πηνελόπη αποφάσισε να περπατήσει στη λιακάδα. Σηκώθηκε, φόρεσε το πανωφόρι της και βγήκε έξω από το καφέ. Φτάνοντας στο σπίτι αντιλήφθηκε πως ξέχασε στου Τάγκριντι την Ευγενία Ντάουνπουρ! Ξαναβγήκε από την πόρτα, μπήκε σε ένα ταξί και πήγε να την ψάξει, μα δεν ήταν εκεί. Ρώτησε τον σερβιτόρο αλλά ούτε εκείνος την είχε δει. Η Πηνελόπη επέστρεψε στο σπίτι απογοητευμένη. Πού πήγε ολομόναχη η Ευγενία; Κι αν την άρπαξε κανείς; Θα μπορέσει να πετάξει και να επιστρέψει;

Την άλλη μέρα το πρωί η Πηνελόπη άνοιξε με μισή ψυχή το ομπρελάδικό της. Καθώς έμπαινε μέσα έσπρωξε με το παπούτσι της έναν εκρού φάκελο που είχε απ’ έξω το όνομά της. Τον άνοιξε και διάβασε:
«Φίλτατη δεσποινίς Ράναγουέϊ,
Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι η ομπρέλα σας βρίσκεται στο σπίτι μου. Μπορείτε να είστε ήσυχη καθώς δεν χάθηκε. Σε πρώτη ευκαιρία, ελπίζω πριν την επόμενη βροχόπτωση, θα φροντίσω να σας επιστραφεί.
Μετά τιμής,
Οράτιος Πανμάν.»

Μα τι ωραία που ξεκινούσε η μέρα! Η Ευγενία Ντάουνπουρ θα βρισκόταν ακόμα και σήμερα πάλι στα χέρια της, αφού ακόμα δεν είχε έρθει η ώρα που ο κ. Πανμάν θα περνούσε έξω από τη βιτρίνα της. Μα η μέρα κύλησε και ο κ. Πανμάν δεν φάνηκε. Κάτι θα του έτυχε, σκέφτηκε η Πηνελόπη. Κλείδωσε το μαγαζί της κι επέστρεψε στο σπίτι της.

Πέρασαν αρκετές μέρες και ο κ. Πανμάν δεν φαινόταν. Η Πηνελόπη ανησυχούσε για την Ευγενία. Ήθελε πίσω την ομπρέλα της. Μα τι σόι άνθρωπος ήταν αυτός ο κ. Πανμάν; Τι να την κάνει μια γυναικεία ομπρέλα; Ένα απόγευμα, εκεί που καθόταν δίπλα στη μπαλκονόπορτα του σαλονιού της, άκουσε ένα θόρυβο από το διπλανό δωμάτιο. Άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας και είδε τον Ολίβιο Πλίτσπλοτς να στέκεται μπροστά-μπροστά.
– Ολίβιε, δεν είναι τώρα η ώρα για να τσακωθούμε. Δεν θέλεις να πετάξεις μαζί μου. Θέλεις έναν κύριο. Το κατάλαβα!!! Θέλεις έναν κύριο!!! Μα αυτό είναι. Νομίζω ότι σου βρήκα τον κύριο που θέλεις!! Εμπρός πάμε!
Η Ευγενία έπιασε από την ξύλινη λαβή τον Ολίβιο Πλίτσπλοτς και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Κατέβηκε τον δρόμο και έφτασε έξω από το σπίτι του κ. Πανμάν. Χτύπησε μαλακά το ρόπτρο και προσπάθησε να δει από το μικρό παραθυράκι της εξώπορτας αν είναι κανείς μέσα.
– Παρακαλώ, ποιος είναι; ακούστηκε η ευγενική φωνή του κ. Πανμάν.
– Καλησπέρα σας, κ. Πανμάν. Είμαι η Πηνελόπη Ράναγουέϊ.
Ο κύριος Πανμάν άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε για να περάσει. Πήρε το ημίπαλτό της και το κρέμασε στον ξύλινο καλόγερο στο χωλ. Στην ομπρελοθήκη στεκόταν η Ευγενία Ντάουνπουρ.
– Δεσποινίς Ράναγουέϊ, συγχωρείστε μου την καθυστέρηση. Επαγγελματικές υποχρεώσεις βλέπετε δεν μου επέτρεψαν να ξεκλέψω λίγο χρόνο για να σας επιστρέψω την ομπρέλα σας, αν και ομολογώ ότι η παρέα μαζί της ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα! Της είπε κλείνοντάς της το μάτι.
– Θέλετε να πείτε ότι καταφέρατε να «μετακινηθείτε» με την Ευγενία Ντάουνπουρ; Είναι μια γυναικεία ομπρέλα, πως; Μα, δεν ντραπήκατε;
– Κοιτάξτε, στην αρχή ήταν λίγο άβολα, καθώς τα χρώματα και τα σχέδιά της δεν ταιριάζουν στο στυλ μου, αλλά πάνω από ένα ύψος νομίζω ότι κανείς δεν μπορούσε να μας διακρίνει, της απάντησε χαμογελώντας πλατιά.
– Τότε, κύριε Πανμάν, θα μου επιτρέψετε να σας συστήσω τον Ολίβιο Πλίτσπλοτς! Ολίβιε, νομίζω ότι θα συμφωνήσεις κι εσύ πως ο κ. Πανμάν θα μπορούσε να σε μάθει να πετάς, τι λες; Κύριε Πανμάν, αν είναι να πετάτε τότε καλό θα ήταν να το κάνετε με το σωστό στυλ. Δεν νομίζετε;
Ο Ολίβιος χτύπησε τη μύτη του στο ξύλινο πάτωμα και έγειρε την καφέ ξύλινη λαβή του προς την παλάμη του κ. Πανμάν. Η Ευγενία Ντάουνπουρ μεμιάς γαντζώθηκε από το μπράτσο της κυρίας της και ανοιγόκλεισε λίγο τη φραμπαλαδωτή μπορντούρα της ευτυχής που θα επέστρεφε στο σπίτι αλλά και χαρούμενη που ο Ολίβιος Πλίτσπλοτς βρήκε τον κύριο που του άξιζε.

Author

Despina Alice Paulson

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…