Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

Σαν θα μιλάς

Όταν δεν έχεις τι να πεις, ακροπατώντας να παένεις,
το βήμα σου να μη βαραίνει άπανου στον κόσμο
κι η φωνή σου να μην τον ανταριάζει,
να μιλάς ψιθυριστά, γλυκά.
Μα όταν έχεις να μιλήσεις
και χείμαρρος τα λόγια πιέζουνε εντός σου,
τότε να βροντοπατάς, παιδί μου, και να βροντοφωνάζεις,
και το πάτημά σου χνάρι ν' αφήνει απάνω στη γη,
και η φωνή σου να αντιλαλεί στον κόσμο
κι ας τον πονά, κι ας τον ξυπνά κι ας τον ταρακουνάει.

(D.A.P., 2018, Γιαγιάδες)

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

ΣΙΩΠΗ



Πάει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που σταμάτησε να ακούει. Καμιά φωνή δεν την άγγιζε. Κανένας ήχος δεν διαπερνούσε το φράγμα του μυαλού της. Οι γιατροί ωστόσο δεν έβρισκαν καμία παθολογική αιτία. «Δεν θέλει να ακούει.»

Μόνιμα στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του δωματίου της και κοιτούσε τον δρόμο. Επίμονα. Σαν κάτι να περίμενε. Αντιδρούσε μηχανικά στα ερεθίσματα. Σαν καλορυθμισμένο ρολόι λειτουργούσε το μυαλό της. Η ώρα του πρωινού, του μεσημεριανού, του βραδινού, η ώρα του ύπνου. Ενδιάμεσα καθόταν καρφωμένη δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε τα αυτοκίνητα που περνούσαν στο δρόμο κάτω από το σπίτι. Όλοι είχαν παραιτηθεί από την προσπάθεια να την προσεγγίσουν. Όποιος προσπαθούσε αντιμετώπιζε την εκκωφαντική σιωπή της. Το βλέμμα της παγωμένο. Σπανίως μιλούσε. «Για να μιλάει, σημαίνει ότι ακούει.» έλεγαν. Συχνά, όταν της απηύθυναν το λόγο, καθόταν σαν ένα κουβάρι στο κρεβάτι της και έκρυβε το πρόσωπό της στα γόνατά της. Φασαρία. Δεν άντεχε τη βαβούρα. Καμιά φωνή δεν γέμιζε το κενό.

Μόνο εκείνη τολμούσε να την πλησιάσει. Μόνο εκείνη έμπαινε στο δωμάτιο σχεδόν με θράσος, άνοιγε την μπαλκονόπορτα για να μπει φρέσκος αέρας και της μιλούσε σαν να αδιαφορούσε που δεν την άκουγε.
«Ξέρω πως καταλαβαίνεις. Ξέρω πως ακούς.» έλεγε επίμονα και μιλούσε ακατάπαυστα για όσα συνέβαιναν.
«Όχι.» Κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά. Φύγε τώρα, της έκανε νόημα. Αλλά εκείνη θρονιαζόταν στην κουνιστή πολυθρόνα στην γωνία του δωματίου. Άνοιγε τον υπολογιστή και έβαζε μουσική. Δυο φορές τη βδομάδα έμενε μαζί της μέχρι τα μεσάνυχτα κι έβαζε ραδιόφωνο. «Είμαι σίγουρη ότι ακούς. Δεν μπορεί να μην ακούς.»

Έμενε ξαπλωμένη και κοιτούσε το ταβάνι. Κάποια βράδια, ακούγοντας το σταθμό χαμογελούσε και άλλα τα δάκρυά της έβρεχαν το μαξιλάρι της. «Είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνεις. Δεν γίνεται να μην καταλαβαίνεις.» της έλεγε και ξανάλεγε. «Μην παραιτείσαι. Όχι τώρα. Όχι ακόμα.» Όταν τέλειωνε η εκπομπή την έπαιρνε πια ο ύπνος κι εκείνη τη σκέπαζε κι έβγαινε από το δωμάτιο.

Κάθε πρωί σηκωνόταν και πλησίαζε στο παράθυρο. Τραβούσε την κουρτίνα και κοιτούσε στο δρόμο. Δεν θα ερχόταν. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. Όλοι το έλεγαν ότι δεν θα έρθει ποτέ ξανά. Ούτε εκείνος ούτε και κανείς άλλος. Κανείς.

Ένα πρωί ήρθε πάλι εκείνη. Πρώτη φορά ερχόταν πρωί. Πήγε και την τράβηξε απαλά από τον ώμο.
«Άκου. Ξέρω. Ξέρω ότι περιμένεις στη σιωπή για να διαπραγματευτείς με το χρόνο, με τον πόνο, με το φόβο. Ξέρω ότι κανείς δεν πιστεύει πως κάτι μπορεί να αλλάξει. Όμως εγώ δεν πιστεύω ότι θα αργήσει, κοριτσάκι. Θα έρθει. Όταν θα είσαι έτοιμη να ακούσεις, να δεχτείς, θα έρθει. Μην ακούς τι λένε.»

Της έκανε νόημα δείχνοντας της με ένταση το παράθυρο. Πήρε ένα τετράδιο κι έγραψε με κεφαλαία γράμματα «ΜΑ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ. ΔΕΝ ΘΑ ΕΡΘΕΙ. ΚΙ ΕΓΩ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Άνοιξε το τετράδιο κι άρχισε να γράφει ασταμάτητα. Πέρασε όλο το απόγευμα έτσι. Εκείνη στην κουνιστή πολυθρόνα την παρατηρούσε σιωπηλή. Ήταν Πέμπτη βράδυ. Ήταν η ώρα. Άνοιξε τον υπολογιστή. Πάλι τον ίδιο σταθμό. Dean Martin, Sway. Χαμογέλασε και πήγε στην ντουλάπα κι έβγαλε εκείνο το κίτρινο φόρεμα με τον φιόγκο στη μέση και την βοήθησε να το φορέσει. Την κοιτούσε απορημένη. «Τι κάνεις;» της έκανε νόημα με βλέμμα γεμάτο απορία. «Θα έρθει.» της είπε. «Το ξέρω πως θα έρθει.»

Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Τον είδε να στέκεται εκεί μπροστά της και να της χαμογελάει. Άπλωσε το χέρι του ζητώντας της έναν χορό. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και μία κοίταζε εκείνη και μία εκείνον. Σηκώθηκε και τον πλησίασε. Την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε τραγουδιστά «Ι can’t go on without you!”
«Ούτε κι εγώ.» του απάντησε και χαμογέλασε.

Εκείνη βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Σημασία δεν έχει τίποτα άλλο από το να πιστεύεις ό,τι θα συμβεί. Και συνέβη. Όταν είσαι έτοιμος να δεχτείς, να ακούσεις, τότε όλα έρχονται. Συμβαίνουν.

*(Στη Φραν…γιατί πιστεύει ότι τα πράγματα γίνονται.)


Author

Despina Alice Paulson

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

ΤΑ ΜΑΤΙΑ

-Τα μάτια, κοριτσάκι... τα μάτια δεν τα ξεγελάς ούτε μπορείς να τα αποφύγεις... όσο κι αν κοιτάς το πάτωμα... η ματιά που καρφώνεται στη δική σου σ' ακολουθεί... και σε στοιχειώνει...
- Μα έστρεψα το βλέμμα αλλού...
- Ναι, ε, και λοιπόν; Δες τι κουβεντιάζουμε...
(D.A.P., Κακές Παρέες, 2018)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Εγώ, εσύ, ο Καβάφης κι ο Μαχφούζ...ταξιδεύουμε;

Να μιλάς και να τσακώνεσαι για να κάτσει να γράψει πληροφορίες για τον Καβάφη και όταν τελειώνει να σου λέει "Μαμά, τι άνθρωπος ήταν!"
"Ναι, ήταν."
"Μαμά, τελικά τα ταξίδια είναι σημαντικά."
"Τί εννοείς;"
"Μαμά, για να γίνεις σπουδαίος άνθρωπος πρέπει να ταξιδεύεις."
Επόμενο μάθημα Ναγκίμ Μαχφούζ... δεν έφυγε ποτέ από το Κάιρο και πήρε το Νομπελ Λογοτεχνίας...
Δεν είναι τα χιλιόμετρα, αγάπη μου, που κάνουν τα ταξίδια, δεν είναι η απόσταση που παίρνεις από τη βάση σου. Μαθήματα είναι κι αυτά, δεν λέω. Μα είναι το μυαλό και η ψυχή. Αν αυτά δεν ταξιδεύουν τι να τα κάνεις τ' αεροπλάνα και τα βαπόρια...Αν αυτά τα δυο έχουν κάνει τα δικά τους ταξίδια, τότε μαζί τους ταξιδεύει ο κόσμος όλος, τότε μπορεί να μη χρειαστεί να φύγεις ποτέ ούτε από το δωμάτιό σου... (D.A.P., 2018, Διαβάζουμε;)

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

ΔΑΓΚΩΜΑΤΑ

-Τί κάνει;! Πάλι τα ίδια;
-Άστην...
-Μάνα, τι λες;! Πως να την αφήσω;!
-Άστην σου λέω...
-Θα τη φάει!! Κοίτα τους!!
-Ποιος; Αυτός; Αποκλείεται... Αυτή ειδικά αποκλείεται...
-Δες τα χέρια της! Γιατί τον αφήνει; Την πονάει!
-Αχ, κόρη μου, δεν βλέπεις τίποτα... Αυτός την κάνει να ξεχνάει...
(D.A.P., Γιαγιάδες, 2018)

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Θα τους γλεντάς!!

- Ωπα! Καλώς τηνα την πέρδικα. Τι έχουμε εδώ;
- Μπύρα. Ζεσταμένη λίγο, γιατί το έκοψα με τα πόδια ως εδώ.
- Αμάν, ρε φιλενάδα.
- Άμα θες, αμα δεν θες στρίβω, μη μου κολλάς!
- Αγάντα, μάτια μου... φουρτούνα είσαι. Πιάσε στασίδι και λέγε. Ποιον καθαρίζω;
- Ίσα, ρε... αμέσως τη φασίνα στο μυαλό σου... Όταν με περνάνε για χαζή...
- Θα τους γλεντάς!!! Αυτό ήταν όλο, μωρέ; Έλα εβίβα!
- Εβίβα, ρε φίλε, εβίβα!
(D.A.P., 2018, Κακές Παρέες)

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Το καλό γυρίζει

Θυμάσαι, Ευανθούλα μου, τι μ' έλεγες; Το καλό γυρίζει κι αν σου κάνουν καλό, καλό να κάνεις. Και μη το δεις αντάλλαγμα. Να μην αναμένεις πότε και πως. Αυτό θα γυρίσει μόνο του εκεί που δεν θα το περιμένεις, τότε που θα το χρειάζεσαι πιο πολύ. Όπως τα 'λεγες είναι, γιαγιά μου. Σαν τ' αεράκι το πρωινό είναι το καλό. Παραθύρι ανοιχτό ν' αφήνεις την ψυχή σου κι αυτό θα τη δροσίσει. 
Δεν έχει σημασία από που έρχεται, ούτε που θα πάει. Σημασία έχει να τ' αφήνεις να σε τριγυρνάει.

Ο καλός ο άνθρωπος δεν έχει να φοβάται μηδέ από Θεό μηδέ από δαίμονα. Και κοίτα ένα χαμόγελο που φτιάχνει το καλό. Σαν να φεύγουν την ψυχής τα βάρη και να ξαλαφρώνει το είναι σου. Ακόμα και στο κακό εσύ το καλό να ψάχνεις. Έστω και μια σταγόνα από δαύτο θα τη βρεις. Μικρή ανασούλα, σαν μωρού. Ένα αχ γεμάτο γλύκα. Μη το φοβάσαι το καλό. Είτε αυτό είναι προσφορά, είτε μια κουβέντα, μια αγκαλιά ή ένα χάδι. Το καλό αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει τους ανθρώπους, τους μαλακώνει. 

Κι αν νομίζεις πως δεν επιστρέφει, λάθος κάνεις. Ακόμα και το ότι ξυπνάς και βλέπεις τον ήλιο ν' ανατέλλει, τα χαμόγελα των παιδιών γύρω σου, την ελπίδα να βγει καλά άλλη μια μέρα κι αυτό επιστροφή σου είναι.

Να κάνεις το καλό... Καλό σου κάνει.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Απόλυτα...

Απόλυτα... έτσι έμαθα... πάντα έτσι ήμουν, έτσι είμαι εγώ!!! Απλά δεν είχες το χρόνο να το καταλάβεις ή να το δεις (ή μήπως το είδες; Δεν ξέρω.). Όταν μου ζητάς απόσταση αυτή την αφήνω να μπει απόλυτα ανάμεσά μας. Δεν την άρω για κανένα λόγο όσο αποτελεί το πάγιο αίτημά σου. Απλά κάνω αυτό που ζητάς. Αν αλλάξεις γνώμη στην πορεία, θα πρέπει να το μάθω από σένα. Δεν θα ρωτήσω πρώτη, δεν θα σε ψάξω, δεν θα ρωτήσω να μάθω νέα σου. Στο χρόνο που ζητάς δεν θα είμαι παρούσα. Όχι γιατί δεν νοιάζομαι, απλά γιατί ζήτησες αέρα. Ταυτόχρονα αναπνέω κι εγώ κάπου τριγύρω με ό,τι αυτο μπορεί να συνεπάγεται. Ενα καινούργιο συμβόλαιο ίσως. Την ώρα της άρσης, αν έρθει, θα δούμε αν και τι έμεινε. Απόλυτα...

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Η ΑΓΑΠΗΤΙΚΙΑ...



-Τι έπαθε αυτή πάλι και ωρύεται; Που πας και βρίσκεις φιλενάδες, βρε γιαβρί μου, μόνο ο Θεός το ξέρει.
-Έφυγε ο καλός της για τα μάτια μιας άλλης και τώρα θέλει να γυρίσει πίσω. Όμως, δεν θέλει να γυρίσει από μόνος του, αλλά η άλλη τον στέλνει πίσω στο σπίτι του. Από τη μια τον πήρε κι από την άλλη τον διώχνει.
-Αχ, τι με θύμησες τώρα, γιαβρί μου! Κάτσε να σε πω μια ιστορία.

Εμείς, τα πρώτα χρόνια που ήρθαμε από τ’ Αϊβαλί, εγκατασταθήκαμε στη Μυτιλήνη, στο συνοικισμό, κοντά στο νεκροταφείο. Εκεί έγιναν όσα θα σε πω. Ο Λευτέρης ήταν δυο μέτρα παλήκαρος στα νιάτα του. Περπατούσε και τρέμανε τα καλντερίμια. Όμορφος, γεροδεμένος, ψηλός, καλός και εργατικός. Όλες τον θέλανε για άντρα τους, αυτός, όμως, μάτια είχε μόνο για την Ασπασία. Όμορφη, με μάτια σαν καθρέφτες και μια ψυχή διαμάντι. Την αγάπησε, τον αγάπησε, παντρεύτηκαν και κάνανε σπιτικό και βιος και δυο παιδιά από τα πιο όμορφα και τα πιο καλά του νησιού.

Ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω
, λέει το ευαγγέλιο. Μα ο άνθρωπος είναι περίεργο πλάσμα. Το καλοκαίρι του 1927 μετακόμισε απέναντι από το σπίτι μας η Μέλπω. Μια γυναίκα με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Παρότι προσφυγοπούλα ήταν πολύ μορφωμένη, από πλούσια οικογένεια, με πατέρα γιατρό και μητέρα δασκάλισσα. Ατύχησε στο γάμο της, γιατί ο κύρης της θαλασσοπνίγηκε σαράντα μέρες αφού παντρεύτηκαν και την άφησε μοναχή της. Η Μέλπω δούλευε στο νοσοκομείο και έκανε μόνη της το κουμάντο της. Θεός ή διάολος, δεν ξέρω ποιος έβαλε το χέρι του, και ο Λευτέρης τη γνώρισε τότε που η Ασπασία μπήκε στο νοσοκομείο για σκωληκοειδίτιδα.

Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δεν βγαίνει.

Ο Λευτέρης την αγάπησε και την πρόσεχε σαν την κόρη του ματιού του. Μόνο που ο άνθρωπος, γιαβρί μου, έχει δυο κόρες. Και η κόρη του άλλου του ματιού ήταν η Ασπασία. Η Μέλπω κι αν τον αγάπησε! Δεν τολμούσε να πει κουβέντα μην τυχόν και του κάνει ζημιά! Ξέρεις εσύ αγαπητικιά να μη θέλει να χωρίσει ο εραστής της για να τον έχει αυτή; Η Μέλπω ήταν έτσι. Αγάπη ακούραστη, γεμάτη προσφορά και σεβασμό και καλοσύνη, αγάπη με όλη τη σημασία της λέξης. Μόνο το καλό του είχε για οδηγό σε όλα.

Άρχισαν λοιπόν να βλέπονται κρυφά. Ο Λευτέρης τυραννιόταν στη δουλειά και κουραζόταν και η Μέλπω έκανε αυτό που δεν ήξερε να κάνει η Ασπασία. Του άδειαζε τα βάρητα. Τον άκουγε. Τον ηρεμούσε με τη γλυκιά της την κουβέντα, με την αγάπη της, με την ορθάνοιχτη αγκαλιά της και πάντα με τον καλό το λόγο για την Ασπασία! «Σώσε το σπίτι σου, η ζωή σου είναι εκεί και η γυναίκα σου είναι καλή. Έχεις παιδιά να κοιτάξεις και να μην τα πονέσεις. Πρόσεχε μη μάθει τίποτα η Ασπασία. Όχι για μένα, τζιέρι μου, μα για σένα. Εγώ σήμερα είμαι κι αύριο δεν είμαι.» Κι όσο τον έδιωχνε με τον γλυκό της τρόπο, για να μην τον πληγώσει, να μην τον πονέσει, τόσο εκείνος δεν έφευγε. «Μέλπω, δεν αντέχω άλλο. Γυρνάω και δεν βρίσκω τίποτα. Ούτε μια καλή κουβέντα, ούτε μια αγκαλιά. Ένα πιάτο φαΐ πάνω στο τραπέζι και μια πλάτη γυρισμένη στο κρεβάτι μου. Δεν αντέχω σου λέω.» έλεγε ο Λευτέρης. «Ήταν καλομαγειρεμένο και ζεστό το φαγητό;» «Ναι. Ήταν.» «Και τι είναι, πασά μου, το φαγητό αν δεν είναι απόδειξη αγάπης και φροντίδας; Καλομαγειρεύουμε και το κρατάμε ζεστό μόνο γι’ αυτούς που αγαπάμε. Μην αγανακτείς, λοιπόν, και πήγαινε να την καλοπιάσεις κι εσύ λιγάκι και θα δεις που θα μαλακώσει.»

Τέτοια ήταν η Μέλπω. Τη θυμάμαι εδώ στον καναπέ και να μου μιλάει με ένα χαμόγελο γεμάτο καλοσύνη και βλέμμα γεμάτο αγάπη: «Ελένη μου, ο Θεός να τον έχει καλά. Αυτό μονάχα. Δεν είμαι εγώ η ζωή του. Εγώ είμαι για να ξαποσταίνει, να αδειάζει λίγο τα βάρη του. Κι εγώ με τη σειρά μου μοιράζομαι διώχνω λίγο τη μοναξιά μου. Λίγο το ‘χεις, να έχεις έναν άνθρωπο να ταιριάζουν οι ψυχές σας και να λες δυο κουβέντες παραπάνω; Τα κορμιά μη τα βάζεις στο λογαριασμό. Από χάδια και αγάπες χόρτασα από τον μακαρίτη κι ας μην μείναμε πολύ μαζί. Ο Λευτέρης παραπονιέται για την Ασπασία, όμως εκείνη και τα παιδιά είναι η ζωή του.» Έλεγε το όνομά του και φωτιζόταν το πρόσωπό της. Τον θαύμαζε, τον κοίταζε σαν να έβλεπε τον Θεό τον ίδιο. Κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Πήγαινε στο μαραγκούδικο του παππού σου και μιλούσαν με τις ώρες για τη Μέλπω. «Κωνσταντή, δεν καταλαβαίνεις τι θα πει η γυναίκα που αγάπησες κι έκανες παιδιά μαζί της να σε κοιτάζει με βλέμμα αδιάφορο, να μη μιλάτε σχεδόν. Η Μέλπω δεν περιμένει τίποτα από μένα και όμως εκτιμάει την κούρασή μου, με λέει δυο λόγια παρηγοριάς και πάντα με τον καλό το λόγο. Και αυτή η ματιά της μέσα στη ζεστασιά και το χαμόγελο. Με σφίγγεται η καρδιά μου όποτε με στέλνει με κατανόηση στην Ασπασία.»

Το ένα έφερε τ’ άλλο και ο Λευτέρης κουράστηκε με το δίπορτο. Ένα βράδυ πήγε στη Μέλπω και δεν γύρισε στο σπίτι του. Έμεινε εκεί. Όμως, ο διάολος έσπασε το ποδάρι του και έφτασαν τα μαντάτα στ’ αυτιά της Ασπασίας. Τι να σου πω, γιαβρί μου. Να μην ξέρεις ποιον να λυπηθείς περισσότερο. Ο Λευτέρης πήγε να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του για να μη βρει μπελά η Μέλπω. Η Ασπασία από την άλλη τον έδιωξε από το σπίτι χωρίς να πει κουβέντα παραέξω. Μα οι φήμες έτρεχαν. Αυτός ο αναθεματισμένος ο Παντελής, που ζήλευε σαν δαίμονας, αυτός έκανε τη ζημιά. Αυτός παραφύλαξε τον Λευτέρη μέχρι να τον δει να φεύγει. Μα ο Λευτέρης δεν έφυγε.

Η Μέλπω μάζεψε μια βαλίτσα και έτσι αθόρυβα όπως ήρθε, έτσι και έφυγε από τη Μυτιλήνη. Ήρθε και με βρήκε η ψυχοκόρη της και μου έδωσε ένα γράμμα, σαν να όφειλε κάπου να δώσει μια εξήγηση.

«Ελένη μου, φεύγω. Ξέρω πως θα σφάζει ο πόνος τον Λευτέρη μου, αλλά σαν συνέλθει θα τα βρει με την Ασπασία. Δεν είναι κακός ο Λευτέρης, ούτε πρόστυχος. Δεν ήρθε να απιστήσει για να κάνει το κέφι του μαζί μου. Κατανόηση ήθελε κι έναν άνθρωπο να του λέει μια κουβέντα για να μπορεί να πάρει δύναμη για να προχωράει παραπέρα στη ζωή του. Αυτό έκανα. Την ψυχή του γλύκαινα για να ελαφρώνει. Σε ότι έχω ιερό, Ελένη μου, σου ορκίζομαι ότι δεν θέλω να κλείσει το σπίτι του, γι’ αυτό φεύγω. Δεν με νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι, μα εσύ είσαι δικός μου άνθρωπος. Μια χάρη θα σε ζητήσω μόνο. Να πας να πιάσεις την Ασπασία και να της πεις να πάρει πίσω τον άντρα της. Κι ότι, εγώ, η Μέλπω, η άλλη, της στέλνω μήνυμα πως ο άντρας της την αγαπάει και ποτέ δεν την μείωσε, ούτε μίλησε προσβλητικά για εκείνη. Ο Λευτέρης είναι άνθρωπος που δεν θέλει πολλά για να είναι χαρούμενος. Δυο κουβέντες γλυκές και λίγο να ξαποσταίνει πλάι της. Αυτό μόνο. Ο Λευτέρης θαρρεί πως μ’ αγαπάει, μα την Ασπασία αγαπάει στ’ αλήθεια. Αν θέλει εκείνη να κρατήσει τον γάμο της θα το καταφέρει. Σα φτάσω στην Αθήνα και εγκατασταθώ με το καλό θα σου στείλω τη διεύθυνσή μου, να γράφουμε δυο λέξεις να μαθαίνω νέα σας. Σε φιλώ. Μέλπω.»

-Πήγες, γιαγιά; Βρήκες την Ασπασία;
-Πήγα. Της έδωσα το γράμμα και το διάβασε. Κράτησε το γινάτι της για την τιμή των όπλων καμιά βδομάδα και μετά έφερε πίσω τον Λευτέρη. Μα ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Η Ασπασία ήταν φιλάσθενη και δυο χρόνια μετά αρρώστησε βαριά με πνευμονία και πέθανε μέσα σε έναν μήνα. Μα τον Λευτέρη δεν τον άφησε έτσι. Όταν κατάλαβε πως ερχόταν το τέλος της έστειλε τον γιο της και με φώναξε. Με σταύρωσε να βρω τη Μέλπω και να της στείλω γράμμα να γυρίσει στο νησί.

«Ελένη, δεν θέλω να μείνει μοναχός του ο Λευτέρης και η Μέλπω απαρνήθηκε τον ίδιο της τον εαυτό για να μη χαλάσει το δικό μου σπίτι. Ποια το κάνει αυτό αν δεν αγαπάει τον άλλον; Με έκανε να δω τον άνθρωπό μου αλλιώς. Μου το ‘φτιαξε το σπίτι μου, γι’ αυτό κι εγώ σε άλλα χέρια δεν το εμπιστεύομαι. Βρες την και πες της να γυρίσει. Τελευταία χάρη στο ζητάω για τον Λευτέρη μου.»

-Και; Γύρισε η Μέλπω;
-Γύρισε. Παντρεύτηκε τον Λευτέρη και ζήσανε μαζί κοντά τριάντα χρόνια. Παιδιά δεν κάνανε, αλλά η Μέλπω είχε σαν δικά της τα παιδιά της Ασπασίας. Σαν πέθανε ο Λευτέρης τα παιδιά του την συντρέξανε ως τα τώρα που έφυγε κι αυτή. Και για πες με εσύ, ήταν η Μέλπω αγαπητικιά απ’ αυτές που κλείνουν σπίτια; Ήταν ο Λευτέρης άπιστος; Δεν ξέρω. Δεν έχω ιδέα. Η ζωή, κοκόνα μου, δεν ξέρεις πως τα φέρνει. Δες, δυο γυναίκες αγάπησαν τον ίδιο άντρα και πως τα έφερε η ζωή δέθηκε και με τις δυο. Η φίλη σου την ξέρει αυτή την άλλη; Ξέρεις τι της βρήκε αυτός; Πες στη φιλενάδα σου την ιστορία της Μέλπως, μήπως χρειάζεται κι αυτή να δει τον άντρα της αλλιώς, ναι;


Author


Despina Alice Paulson

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ ΝΕΦΕΛΗ



Μπήκε στην αίθουσα με στητή κορμοστασιά. Φορούσε μαύρο παντελόνι, μαύρο ζιβάγκο και τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε χαμηλή αλογοουρά. Ήταν η έφεση. Δεν ήθελε, αλλά την πίεζαν αφόρητα οι δικοί της. «Έχεις παιδί. Πρέπει να βγεις έξω το συντομότερο.» Είχαν περάσει ήδη τρία χρόνια στη φυλακή και έβλεπε το παιδί της στα επισκεπτήρια. Ο Γιάννος ήταν πια δεκατριών χρόνων. Τον είχε σαν θεό της και την είχε θεά του. «Μάνα» έλεγε και φωτιζόταν το πρόσωπό του. Χατήρι δεν χαλούσαν ο ένας στον άλλον. Θυσία ο ένας για τον άλλον.

Άρχισε η δίκη.
«Αν δεν βοηθήσεις εσύ τον εαυτό σου τότε ποιος περιμένεις να το κάνει;» της έλεγε η δικηγόρος της.
«Είμαι ένοχη και θα πληρώσω. Είναι εδώ το παιδί;»
«Όχι. Όπως το ζήτησες.»

«Κατηγορουμένη, έχεις να πεις κάτι στο δικαστήριο;» ρώτησε ο Πρόεδρος. Όλοι περίμεναν με αγωνία να την ακούσουν να αναιρεί την αρχική της κατάθεση και να κάνει μια προσπάθεια να σώσει τον εαυτό της από τη φυλακή.
«Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι εδώ το παιδί;» ξαναρώτησε τη δικηγόρο της.
«Ναι.»
«Κύριε Πρόεδρε, σεβαστό δικαστήριο, δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω, ούτε να αλλάξω κάτι στην κατάθεσή μου. Είμαι ένοχη για τον φόνο του Αναστάση Παπαγγελόπουλου. Τον σκότωσα εν ψυχρώ με έναν πυροβολισμό και δέκα μαχαιριές, γιατί απείλησε τη ζωή μου.»

«Κατηγορουμένη, άσε το δικαστήριο να αποφανθεί για την ενοχή σου. Είσαι βέβαιη ότι δεν έχεις να προσθέσεις κάτι;» ξαναρώτησε ο Πρόεδρος.
«Μάλιστα.»

«Κύριε Εισαγγελεύ! Ο λόγος σε σας.»
«Κύριε Πρόεδρε, σεβαστό δικαστήριο, δεν έχω πεισθεί ακόμα για την ενοχή της κατηγορουμένης. Ο επικαλούμενος λόγος για την ειδεχθή ομολογουμένως πράξη της δεν είναι ικανός να την δικαιολογήσει, δεδομένου ότι ούτε το παρελθόν της, ούτε η διαγωγή της στη φυλακή, ούτε οι καταθέσεις των μαρτύρων επιτρέπουν τη σύνδεση της απειλής κατά της ζωής της με τον φόνο του Αναστάσιου Παπαγγελόπουλου. Να με συγχωρέσετε για την επιμονή μου, αλλά για μια ακόμα φορά θα ζητήσω από την κατηγορουμένη να μας πει με λεπτομέρεια τι έγινε εκείνο το βράδυ και πως οδηγήθηκε στην αποτρόπαιη πράξη της.»
Σηκώθηκε και κοίταξε τον Εισαγγελέα.
«Κύριε Εισαγγελεύ, όπως είπα ήδη, δεν έχω να προσθέσω ή να αλλάξω κάτι στην κατάθεσή μου. Είμαι ένοχη και πρέπει να τιμωρηθώ.»

Η στάση της εξόργιζε τους πάντες. Το δικαστήριο, τους μάρτυρες, τους δικούς της, όλους. Όλους εκτός από τον Γιάννο που ήταν ο μόνος που έδειχνε κατανόηση στη στάση της μητέρας του.
«Μίλα της εσύ!» του έλεγε η δικηγόρος.
«Γιάννο μου, σε παρακαλώ, παιδί μου, πες της να μιλήσει. Δεν τη θες στο σπίτι σας τη μάνα σου; Εκεί μέσα θα πεθάνει!» τον παρακαλούσε η γιαγιά του. Ο Γιάννος, άλλες φορές δεν απαντούσε και άλλες φορές βρόνταγε την πόρτα του δωματίου του και κλεινόταν μέσα.

Πέρασαν έτσι άλλα πέντε χρόνια. Η Νεφέλη είχε χάσει κάθε δικαίωμα και τα δεινά οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν άλλα δικαστήρια. Ο Γιάννος δεν έχανε ούτε ένα επισκεπτήριο στη μάνα του. Εκείνη την Τρίτη έτυχε να είναι και τα γενέθλιά του.
«Ήθελα να σου φέρω τούρτα, αλλά οι μπάτσοι δεν θα με άφηναν να την περάσω.»
«Δεν πειράζει, αγάπη μου. Εσύ το βράδυ να βγεις. Έτσι; Να το γιορτάσεις! Άντρας έγινες πια! Δεκαοχτώ χρονών παλικάρι!».
«Σιγά τ’ αυγά, ρε Νεφέλη.»
«Τι θα κάνεις;»
«Μάλλον θα βγω με τον Αργύρη.»

Την επομένη, η δεσμοφύλακας μπήκε στο διάδρομο και φώναξε το όνομά της.
«Νεφέλη Καλογήρου! Μάζεψε τα πράγματά σου και ακολούθησέ με.»
«Τι συμβαίνει;»
«Δεν έχω ιδέα. Σε θέλει ο Διευθυντής. Τέλειωνε.»

Η Νεφέλη έκανε ό,τι της είπε η δεσμοφύλακας και την ακολούθησε στο γραφείο του Διευθυντή.
«Νεφέλη, ήρθε η ώρα της αποφυλάκισής σου. Ο πραγματικός ένοχος για το θάνατο του Παπαγγελόπουλου παραδόθηκε χθες μόνος του στο αστυνομικό τμήμα και ομολόγησε την πράξη του.»
«Ψέματααααα!!! Λες ψέματααααα!!!»
ούρλιαξε και έπεσε στο πάτωμα.

«Ονομάζομαι Ιωάννης Καλογήρου. Έχω το επίθετο της μητέρας μου από επιλογή μου. Σκότωσα τον πατέρα μου, Αναστάσιο Παπαγγελόπουλο, για να την σώσω. Η Νεφέλη τον γνώρισε όταν ήταν 18 χρονών. Όσα χρόνια ήταν μαζί, η μάνα μου ζούσε και ανέπνεε για εκείνον. Κι εκείνος την αγαπούσε έλεγε, μα ήταν πολύ άντρας για να το δείξει. Με μεγάλωναν δυο άνθρωποι οι οποίοι έμοιαζαν να είναι από δυο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μια η Νεφέλη με τα χάδια και τις αγκαλιές της όταν έλειπε εκείνος κι από την άλλη ο πατέρας που όταν έκλαιγα φώναζε «οι άντρες δεν κλαίνε!!» κι έβγαζε τη ζωστήρα και την άπλωνε όπου έβρισκε.
Κάθε φορά που μου μιλούσε η μάνα μου για εκείνον βροντούσα την πόρτα του δωματίου μου και δεν απαντούσα. Δεν τον σεβόμουν. Της μιλούσε άσχημα. Χέρι πάνω της δεν άπλωνε, αλλά η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Μάζευε η μάνα μου μέσα της πίκρα.


Ήταν μεσημέρι όταν γύρισε εκείνος από τη δουλειά και είχε νεύρα. Η Νεφέλη δεν πρόλαβε να ζεστάνει το φαγητό κι αυτός θύμωσε, σήκωσε το χέρι του και τη χτύπησε στο πρόσωπο. Η Νεφέλη τρόμαξε, φώναξε βοήθεια κι εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά και κόλλησε το πρόσωπό της δίπλα στο αναμμένο μάτι της κουζίνας. Ούρλιαξε η μάνα μου. Εκεί ο χρόνος σταμάτησε. Πίσω από την πόρτα του δωματίου τους βρισκόταν το κυνηγετικό του όπλο. Απλά πάτησα τη σκανδάλη και τον είδα στο πάτωμα. Τον βρήκα στο πόδι. Άρπαξα το μαχαίρι και του κατάφερα δέκα μαχαιριές. Απείλησε τη Νεφέλη, την μάνα μου, ό,τι είχα και δεν είχα στον κόσμο. Η Νεφέλη σαν να πάγωσε εκείνη την ώρα. Σαν να ξέχασε ό,τι είχε προηγηθεί. Μόλις σταμάτησα με αγκάλιασε και με ηρέμησε. Με έβαλε να κάνω μπάνιο και έκαψε τα ρούχα και τα παπούτσια μου στο τζάκι. Με έδιωξε και μου είπε να πάω να παίξω μπάσκετ. Να με δει κόσμος. Εκείνη έπιασε το μαχαίρι και το όπλο γεμίζοντάς τα με τα δικά της αποτυπώματα και στη συνέχεια τηλεφώνησε στην Αστυνομία. Τα υπόλοιπα τα καταλαβαίνετε.
Δεν αντέχω να τη βλέπω να σαπίζει στη φυλακή. Σήκωσα τη θυσία της μέχρι την ενηλικίωσή μου. Δεν είναι φόνισσα η μάνα μου. Εγώ είμαι ο φονιάς. Και σήμερα είμαι 18 πατημένα και ήρθα να παραδοθώ. Αφήστε τη να φύγει. Φτάνει τόσο.»

Author


Despina Alice Paulson

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…