Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Τ' Αννιώ

 

Η κυρα- Παναγιώτα άκουσε την κόρη της να ουρλιάζει στην αυλή. Πετάχτηκε έξω και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Μια κοπέλα βουτηγμένη στα αίματα έξω από την αυλόπορτά της. Σταυροκοπήθηκε και πετάχτηκε έξω.
– Ο Χριστός κι η Παναγία!!! Αννιώ!!! Μαρία, γρήγορα!! Τι στέκεσαι σαν στήλη άλατος; Άνοιξε να μπει και τρέχα στον παπα- Αντρέα να του πεις πως το κορίτσι του είναι εδώ σε κακά χάλια.

Η Άννα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της Μαρίας και η κυρα- Παναγιώτα προσπαθούσε με βρεγμένα πανιά σε ζεστό νερό να την καθαρίσει από τα αίματα. Τα μάτια της Άννας έτρεχαν δάκρυα, μα δεν μιλούσε. Η κυρα-Παναγιώτα καθώς καθάριζε το αίμα είδε το σημείο απ’ όπου έτρεχε.
Βοήθα μας, Παναγιά μου. Άλλο και τούτο. Ποιος έκανε τέτοιο πράγμα στο κορίτσι;

Το αίμα ανάβλυζε από μια τομή ανάμεσα στα πόδια της Άννας σαν να προσπάθησε κάποιος να τη χωρίσει στα δυο.
– Αννούλα, τι έγινε, κορίτσι μου; Ποιος; Πρέπει να σε πάμε στο νοσοκομείο.
– Έβγαλε το κακό από μέσα μου. Βγήκε το κακό,
είπε η Άννα και λιποθύμησε.

Από τότε που πέθανε η καημένη η παπαδιά, ο παπάς όπως- όπως προσπαθούσε να μεγαλώσει την κόρη του. Έρημο κορμί έμεινε, λες κι έφταιγε αυτός για το κακό που βρήκε τη γυναίκα του. Δεν μπόρεσε να τη σώσει. Η παπαδιά έφυγε για τη Σπιναλόγκα όταν η Άννα ήταν δέκα χρονών. Ήταν ήδη βαριά άρρωστη και η είδηση του θανάτου της έφτασε γρήγορα στο χωριό. Κανένας δεν πλησίαζε στο σπίτι του παπά από φόβο ότι κι αυτός και η Άννα θα είχαν κολλήσει το χτικιό. Ακόμα και τις Κυριακές οι χωριανοί πήγαιναν να λειτουργηθούν σε διπλανά χωριά. Ερήμωσε και η εκκλησιά. Μα το κακό δεν σταμάτησε εκεί. Ποιος ξέρει τι είπαν του Δεσπότη οι καλοθελητές κι ο παπάς, από τη μια στιγμή στην άλλη, δεν είχε εκκλησιά μήτε την καμπάνα να χτυπήσει. Πώς να μεγαλώσει το παιδί του; Είχε ένα χωράφι μικρό έξω από το Ηράκλειο, το πούλησε κι αυτό για ένα κομμάτι ψωμί. Κανά δυο οικογένειες άφηναν φαγητό έξω από την πόρτα του σπιτιού του, ίσα- ίσα να μην πεθάνουν από την πείνα τα δυο έρμα πλάσματα.

Ώσπου να φτάσει ο παπάς στο σπίτι της κυρα-Παναγιώτας η Άννα άφησε την τελευταία της πνοή. Ο παπάς μπήκε στη βάρκα που πήγαινε στη Σπιναλόγκα και στο ενδιάμεσο έκανε τον σταυρό του και πήδηξε στα σκούρα νερά της θάλασσας. Μετά την κηδεία και των δυο, τι κηδεία δηλαδή, ο Θεός να την κάνει, η Μαρία και η κυρά-Παναγιώτα γύρισαν στο σπίτι τους βουβές. Ο δάσκαλος, ο άντρας της, έκατσε στο καφενείο στην αγαπημένη του γωνιά δίπλα στη τζαμαρία και έγραφε στα τεφτέρια του πίνοντας τον καφέ του αμίλητος. Σαν μαζεύτηκαν όλοι στο σπίτι η κυρά- Παναγιώτα άνοιξε τη συζήτηση, γιατί δεν βαστούσε πια να έχει τόσα ανεξήγητα μέσα στο κεφάλι της.

– Ξέρεις, εσύ, τι εννοούσε το Αννιώ; Ποιο κακό πάλευε να βγάλει από μέσα της; Είναι δυνατόν να έκανε όλο αυτό το μακελειό μοναχή της; Πως άντεξε τον πόνο; Τι κακό έπεσε πάνω σ’ αυτή την οικογένεια! Ξεκληρίστηκαν άδικα.

Ο δάσκαλος πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε πως δεν θα γλίτωνε από τη γυναίκα του αν δεν της έδινε κάποιες απαντήσεις ακόμη κι αν ήταν απλές υποθέσεις.
– Μαρία μου, πήγαινε παιδί μου στο φαρμακείο να δεις αν ο Μανούσος έφτιαξε την αλοιφή που του ζήτησα, είπε στην κόρη του για να την απομακρύνει μην ακούσει κάτι και τρομάξει ή ακόμα χειρότερα μην αρχίσει κι αυτή τις ερωτήσεις.

Όταν πέθανε η παπαδιά όλοι πλευρίσαμε τον παπά, αφού είχε κάνει εξετάσεις και ήταν υγιής να ξαναπαντρευτεί. Να βρει μια γυναίκα να τον βοηθάει και να μεγαλώσει και τ’ Αννιώ με μια μάνα, έστω μητριά, μα δεν άκουγε. Ρωτάς για το κακό. Το κακό δεν ήταν μέσα στ’ Αννιώ, γυναίκα. Το κακό ήρθε και καβάλησε πάνω στο χωριό όταν τ’ Αννιώ αποφάσισε να βγάλει μόνο του τα προς το ζην. Έφυγε για το Ηράκλειο να δουλέψει, μα εκεί γνώρισε έναν Αθηναίο που της έταξε γάμο. Από την αγκαλιά της μάνας του έπεσε στην αγκαλιά αυτουνού του καταραμένου. Θυμάσαι τις προάλλες, που πήγα στον ξάδελφό σου; Βγήκαμε το βράδυ να πιούμε δυο ρακές και την είδα μέσα σ’ ένα καπηλειό να μεθοκοπάει και τριγύρω της άντρες, π’ ανάθεμα τις βράκες τους, να παίζουν και να χωρατεύουν μαζί της. Ήταν και δυο χωριανοί μας εκεί, μα κανείς δεν σάλευε από το τραπέζι του για να το γλιτώσει. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβω τι δουλειά έκανε τ’ Αννιώ. Έκανα να μπω στο καπηλειό, μα ο ξάδερφός σου με σταμάτησε «Στάσου! Έχεις γυναίκα και παιδί. Αυτοί είναι κάθε καρυδιάς καρύδι. Πάμε να φύγουμε μη βρεθείς σφαγμένος.» μου είπε και με τράβηξε από το μανίκι και φύγαμε.
Όταν γύρισα στο χωριό πήγα και βρήκα τον παπά, να προλάβει τα χειρότερα, μα ο νους του ήταν σαλεμένος. Έπιασε να κάνει εξορκισμό κι αγιασμούς μέσα στο σπίτι και σαν ήρθε στα συγκαλά του με ευχαρίστησε και μου είπε θα φροντίσει αυτός για την κόρη του. Πήγα και στον κοινοτάρχη και του μίλησα μήπως έκανε κάτι για να σωθεί το κακόμοιρο το κορίτσι, μα η πόρτα ήταν κλειστή. Δυο μέρες μετά ξαναπήγα στο Ηράκλειο να πάρω τα βιβλία μου και έψαξα να ξαναβρώ το Αννιώ και τα κατάφερα. Του έδωσα όσα χρήματα είχα πάνω μου και του είπα ότι θα του δώσω κι άλλα, μα να γυρίσει πίσω στο χωριό. «Δάσκαλε, αυτά που μου δίνεις πρέπει να στα δουλέψω. Εγώ χατίρια και λύπηση δεν θέλω από κανέναν.» μου είπε και πήγε, αν έχεις τον Θεό σου, γυναίκα, να καθίσει στα γόνατά μου. Έφυγα τρέχοντας. Δεν πίστευα αυτό που πήγε να κάνει.
Λίγες μέρες μετά ήρθε στο χωριό η μικρή. Βούϊζε ο τόπος στο καφενείο. Άλλοι μιλούσαν με αποστροφή, άλλοι καμάρωναν τα κατορθώματά τους, άλλοι με λύπηση. Μια Κυριακή πρωί την είδα στο πίσω μέρος της εκκλησιάς και πήγα να της μιλήσω. «Παιδί μου, πόσο χαίρομαι που ξαναγύρισες!» Με κοίταξε με βλέμμα αγριεμένο και σαν να μου έφτυσε στο πρόσωπο τις λέξεις μου είπε «Δεν ξεχνώ την υποχρέωση. Όποτε θες, δάσκαλε, ξέρεις που θα με βρεις. Μόνο γρήγορα, μην τ’ αργείς γιατί σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ. Φεύγω. Θα πάω στην πρωτεύουσα να παντρευτώ και να γεννήσω.» «Δεν έχεις υποχρέωση, Αννιώ, τι λόγια είναι αυτά; Με το καλό, παιδί μου. Όλα καλά να πάνε.» Από τότε δεν επιχείρησα να της ξαναμιλήσω. Τι να έλεγα;
Ο παπάς είχε κλειστεί εδώ και μέρες στο σπίτι και το λιβάνι μύριζε μέχρι έξω στον δρόμο. Οι αγιασμοί και τα ευχέλαια και οι εξορκισμοί έδιναν κι έπαιρναν. Τον είδα λίγο πριν έρθει σε σένα το Αννιώ και τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στα αίματα, τα γένια του τα ράσα του το ίδιο. «Παπά, τι αίματα είναι αυτά στα χέρια σου; Θες βοήθεια; Έσφαξες καμιά κότα;» «Έφυγε το κακό, δάσκαλε. Τώρα όλα θα πάρουν το δρόμο τους. Έφυγε το κακό.» μου είπε και ξαναμπήκε στο σπίτι.
Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.

– Θεέ και Κύριε! Ο παπάς έκανε αυτό το πράμα; Γι’ αυτό έπεσε στη θάλασσα; Καημένο, Αννιώ. Καημένε, παπα-Αντρέα. Και τ’ Αννιώ το ήξερε; Είναι δυνατόν;
– Σαλεμένα μυαλά. Λύτρωση γύρευαν. Πίστεψε τ’ Αννιώ ότι κυοφορούσε δαίμονα και έκατσε να τον ξεριζώσει από μέσα της ο άνθρωπος που στα χέρια του την εμπιστεύτηκε η μάνα της.

***

Η κυρά-Παναγιώτα πήγε κι άναψε το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα. Είχε σουρουπώσει πια. Η Μαρία αμίλητη σήκωσε το τραπέζι, άναψε τις λάμπες και πήρε το βιβλίο της κι έκατσε να διαβάσει. Ο δάσκαλος έπιασε πάλι τα τεφτέρια του κι έγραφε, ποιος ξέρει τι. Που και που σήκωνε το κεφάλι στον ουρανό και βαριαναστέναζε. «Λυπήσου μας, Θεέ μου.» Το φως του φεγγαριού πάνω από τη Σπιναλόγκα έτρεμε μέσα στη νύχτα κάνοντας αντικατοπτρισμούς στα μαύρα νερά της θάλασσας. Ένας τρελός περνώντας κάτω από το παράθυρο φώναζε «Αιωνία η μνήμη, αξιομακάριστοι αδελφοί!!! Αιωνία αυτών η μνήμη!!».