Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΚΟΙΝΗ ΑΝΑΠΝΟΗ




Κάπου το είχαν διαβάσει “Reading is like breathing in. Writing is like breathing out.” Εισπνοές και εκπνοές. Αυτό ήταν και για τους δυο. Διάβαζαν πάντα, από τότε που θυμόντουσαν τους εαυτούς τους. Στην αρχή, σχεδόν ό,τι έπεφτε στα χέρια τους, αλλά μεγαλώνοντας άρχισαν να προσανατολίζονται σε συγκεκριμένα είδη. Εισπνοές, βαθιές, ακούσιες εισπνοές που γέμιζαν τα πνευμόνια τους με αναζωογονητικό αέρα. Έγραφαν πάντα, από τότε που θυμόντουσαν το επίτευγμα της πρώτης λέξης. Ημερολόγια, ιστορίες, συναισθήματα, όλα όσα γέμιζαν την ψυχή και το μυαλό τους έβγαιναν πάνω σε μια κόλλα χαρτί, σε έναν υπολογιστή αργότερα, ακόμα και στους τοίχους. Εκπνοές άλλοτε αργές και άλλοτε δυνατές και πιεστικές σαν να ήθελαν να βγάλουν από μέσα τους όλο τον αέρα που υπήρχε στα πνευμόνια τους.

Εισπνοή στην εισπνοή, εκπνοή στην εκπνοή ήρθε η στιγμή που άρχισαν να αναπνέουν ταυτόχρονα. Ήταν κάτι που γινόταν αέναα. Χωρίς να το σκεφτούν. Χωρίς να το παιδέψουν. Ξεκίνησε σαν αστείο. Σχεδόν κάθε βράδυ την ίδια ώρα.
“Πάμε;”
“Πάμε.”

Έγραφαν ασταμάτητα. Διάβαζε ταυτόχρονα ο ένας τον άλλο και έγραφαν ασταμάτητα. Αναπνοή. Εισέπνεαν και εξέπνεαν τον ίδιο αέρα. Τριάντα χιλιάδες λέξεις. Πενήντα χιλιάδες λέξεις. Εκατό χιλιάδες. Τέλος.

Δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. Συναίνεσαν σιωπηρά σε αυτό. Προχωρούσαν βήμα-βήμα, χωρίς να έχουν δει ποτέ ο ένας τον άλλον. Κάποια στιγμή, το συζήτησαν, μα για λίγο, και προτίμησαν να απορρίψουν την ιδέα. Έγραφαν ασταμάτητα, διάβαζαν εθισμένοι, σχεδόν υπνωτισμένοι. Ο πραγματικός χρόνος έχανε τη σημασία του μπροστά στις μέρες, τις στιγμές, τις ώρες των ηρώων τους και την ξανάβρισκε μόνο όταν από την κόπωση αναγκάζονταν να σταματήσουν.
“Νύσταξα.”
“Λίγο ακόμα και κλείνουμε.”
“Καληνύχτα.”
“Καλό ξημέρωμα.”

Το επόμενο βράδυ, πάλι πίσω από τις οθόνες των υπολογιστών τους το ίδιο.
“Θα γράψουμε;”
“Θες;”
“Ναι!”
“Πάμε.”
“Που θα πάει αυτό;”
“Όπου πάει. Τι σε νοιάζει;”
“Δεν είναι περίεργο;”
“Είναι.”
“Σειρά σου.”

Έγραφαν, διάβαζαν, έσβηναν, ξαναέγραφαν. Και ήταν κι εκείνα τα βράδια που απλά δεν γινόταν. Απλά δεν γινόταν. Λίγο πριν κλείσει την οθόνη της. Λίγο πριν κλείσει την οθόνη του: “Είσαι μέσα;”
“Ναι. Για λίγο.”
“Σήμερα δεν γινόταν. Αύριο όμως σίγουρα.”
“Οκ. Καληνύχτα.”
“Αύριο. Καληνύχτα.”

Δεν πείραζε, αλλά πείραζε. Οι ήρωές τους θύμωναν, αναρωτιόντουσαν, πάλευαν να βγάλουν μια άκρη και η αναμονή τους εξωθούσε στα άκρα.

Ο καιρός περνούσε γρήγορα. Ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του καθενός άρχισε να εξαφανίζεται σε ένα καινούργιο μίγμα. Έμοιαζε σαν να γράφει ο ίδιος άνθρωπος. Έμοιαζε σαν να γνωρίζονταν τόσο καλά από παλιά κι ας εξακολουθούσαν να μην συναντιούνται ποτέ. Έπιναν καφέ με τους ήρωές τους, κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν σε σπίτια που δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τα δικά τους. Μάθαιναν ο ένας τον άλλο μέσα από τα γραφόμενά τους. Και αυτό ήταν τόσο περίεργο και τόσο συναρπαστικό.

Τέλος. Επιμέλεια. Έκδοση. Την ώρα που εκείνος έβγαινε από τον εκδοτικό οίκο με ένα αντίγραφο του συμβολαίου του στο χέρι, εκείνη περνούσε την πόρτα και ανέβαινε στον τρίτο όροφο του κτιρίου για να υπογράψει. Ο εκδότης ήταν περισσότερο ενθουσιασμένος με αυτή την σιωπηρή συναίνεσή τους, παρά με το ίδιο το βιβλίο. Πρώτη έκδοση. Λίγο αφού έκλεισε η πρώτη χιλιάδα, χτύπησε το τηλέφωνό τους.
“Πάει καλά, πολύ καλά. Να κλείσουμε μια συνέντευξη.” Η ίδια πρόταση και η ίδια απάντηση.
“Δύο.”
“Ας είναι. Είμαι περίεργος πόσο θα αντέξετε.”

Δύο συνεντεύξεις, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, σε δυο διαφορετικά σημεία. Όπου δημοσιεύτηκε το ίδιο σχόλιο:  Σαν να μιλάει ο ίδιος άνθρωπος. Σαν να είναι και οι δύο εκεί την ίδια στιγμή.

“Δεν είναι δυνατόν να μην συναντιέστε! Ο κόσμος θέλει να σας δει μαζί. Θα υπογράψετε κάποια αντίτυπα και οι δύο. Δεν σηκώνω κουβέντα. Δεν με νοιάζει αν θα μιλήσετε. Δεν με νοιάζει αν θα ρίξει ο ένας μια ματιά στον άλλο. Αλλά θα είστε εδώ, μαζί για μια μοναδική φορά έστω. Για μια μοναδική φωτογραφία.”

Μπήκαν στο κτίριο σχεδόν ταυτόχρονα. Της άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και ανέβηκαν στον τρίτο αμίλητοι. Κατευθύνθηκαν στο γραφείο που τους περίμεναν και κάθισαν στο σαλονάκι, ώσπου να τους αναγγείλει η κοπέλα που βρισκόταν απ’ έξω. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή. Πριν προλάβει να επιστρέψει στη θέση της η κοπέλα, βρίσκονταν ήδη στην πόρτα του ασανσέρ. Κατέβηκαν γρήγορα και βγήκαν από το κτίριο.
“Πάμε;” της είπε χαμογελώντας.
“Πάμε.” του απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

Κανείς δεν τους ξαναείδε ποτέ. Ούτε μαζί, ούτε χώρια. Ήταν αδύνατον στους δρόμους που είχαν επιλέξει να τους δουν με όποιον τρόπο. Το μόνο που ένιωθαν κατά καιρούς  κάποιοι ήταν η κοινή τους ανάσα και κυρίως η εκπνοή τους.


Author

Despina Alice Paulson

Η κόρη μου με λέει χαρτού και ο γιος μου με λέει παραμυθού. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο χαρτί, σχήματα, σχέδια, χρώματα, υφές, λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όλα από χαρτί και πάνω στο χαρτί... Αγαπώ τη μυρωδιά του, αγαπώ να βλέπω το μελάνι να παίρνει μορφή πάνω του. Γράφω από τότε που κατάφερα να κάνω την πρώτη μου πρόταση. Λατρεύω τα βιβλία, είναι ταξίδια και αγαπώ να ταξιδεύω. Όνειρα ζωής: Ο γύρος του κόσμου με τις δυο μου «(μ)ουρίτσες», μια ανθρωπολογική έρευνα στην Αφρική κι ένα δικό μου βιβλίο. Πιστεύω στα θαύματα και στα μεγάλα χαμόγελα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου