Τετάρτη 26 Απριλίου 2017

Μπα; Γιατί;

-Μάνα, πάλι στον τσιμεντόλιθο καρφωμένη είναι...και το τασάκι δίπλα της, δες...
-Την είδα...όλο το απόγευμα εκεί είναι.
- Σαν να βλέπω τα γρανάζια να γυρίζουν στο κεφάλι της πάλι...
-Άστην... ήταν δύσκολη μέρα. Μη ρωτάς.
-Φεύγει πάλι...ε;
-Γιατί πότε ήταν εδώ; Μια ζωή αερικό ήταν... άστην σου λεω...

Εκεί στον τσιμεντόλιθο στην αυλή της γιαγιάς Ευανθίας καρφωνόμουν πάντα κάνοντας πως δεν ακούω τη μάνα μου να τη ρωτάει... Πάντα εκεί με το τασάκι κατάμαυρο, καπνισμένο... Έσκαγε η μάνα μου που το 'βλεπε γιατί δεν ήθελε να καπνίζω, έτρεμε η γιαγιά μην τυχόν και το πλύνει κανένας αυτό το τασάκι. Κάθε φορά που σηκωνόμουν από το "στασίδι" μου έτρεχε να το μαζέψει και να το παραχώσει στο συρτάρι της κουζίνας της μην τυχόν και το βρει κανένας άσχετος και κάνει τη ζημιά... Αυτή την πρόληψη εγώ κι εκείνη μόνο την είχαμε να μας ταλανίζει... Τρέμαμε για το τασάκι... 

Προχθές η μάνα είπε να τα βάλει με τις προλήψεις μας. Έπλυνε το τασάκι του πατέρα ένα βράδυ πριν φύγουμε για το νοσοκομείο. "Κόρη μου, θα πας εσύ μαζί, ε; Εγώ δεν αντέχω την αναμονή..." Κι έπρεπε εγώ να την αντέξω. Μα κι εκείνος με μένα μαζί του αλλιώς ήταν θαρρείς. Πιο ανάλαφρος. Όσες φορές χρειάστηκε να τον συνοδέψω κλαίγαμε από τα γέλια για να μη μας πάρουν τα κλάμματα. Τούτη τη φορά όμως, η μάνα έπλυνε το τασάκι του. Τα γόνατά μου ήταν λυμένα κι ας έκανα τον Καραγκιόζη για να μην καταλάβει την αγωνία μου. "Ναι, θα πάω εγώ." της είπα. Και πήγα...  και όλα καλά...

Γύρισα αργά το απόγευμα από το νοσοκομείο. Δεν πήγα σπίτι. Κατά την προσφιλή μου συνήθεια πήγα στην αυλή της γιαγιάς. Πήρα το τασάκι από το συρτάρι και έκατσα στον τσιμεντόλιθο βλέποντας το κενό. Όλα καλά. Κι ας πλύθηκε το τασάκι. Όλα καλά για σένα, για κείνη, για μένα. Για μένα... Πάντα έλεγες "μη μου αλλάξεις τη φυσική ροή των πραγμάτων, παιδί μου, και κάνε ότι θέλεις". Αυτή τη φυσική ροή όμως ποτέ δεν τη δέχτηκα. Οι ήρωες μένουν στην ιστορία. Εσύ όμως, εσύ είσαι ο δικός μου, κατάδικός μου ήρωας και σε θέλω ακόμα εδώ. Ξέρω πως με ήθελες και δεν με ήθελες μαζί σου. Σε όλο το δρόμο απέφευγες το βλέμμα μου και όταν φτάσαμε ήθελες όλα να τα διεκπεραιώσεις μόνος σου. Σαν να μην ήμουν εκεί. Ξέρω το βλέμμα σου. Ξέρω τι θες να πεις. Σε άφησα να μπεις στο γιατρό χωρίς να έρθω μαζί. Άλλη μια φορά σε νάρκωσαν κι εγώ δεν σου είχα πει το χρωστούμενο, το αυτονόητο. Και άλλη μια φορά τρέμανε τα πόδια μου εκεί απ' έξω. Και πάντα αναρωτιώμουν γιατί σ' αυτές τις αναμονές να περιμένω πάντα εγώ; Γιατί εγώ να σε βλέπω τις στιγμές της μεγάλης σου αδυναμίας; Όμως πάντα έβλεπα όπως κι εσύ το ποτήρι μισογεμάτο κι έλεγα μέσα μου "Θα βγει και θα του το πεις". Και βγήκες πάλι αλλά δεν το είπα. Μα θυμάσαι τι μου έγραψες κάποτε; "Δεν χρειάζονται λόγια μεταξύ μας... Ξέρουμε με μια ματιά." Άρα ξέρεις... Εγωίστρια σαν κι εσένα. Τίποτα δεν είπα. Όλοι λένε πως μοιάζουμε σ' αυτό. Επιτέλους μοιάζω κάπου... Κάπου η αίσθηση του ανήκειν ικανοποιείται... Αν δεν έβγαινες θα διαλυόμουν. Καμιά ψυχραιμία. Καμιά αντοχή. Είσαι ο ήρωάς μου αλλά την γαμημένη τη φυσική ροή  που τόσο φοβάσαι μη σου χαλάσει εγώ την έχω γραμμένη... Η γιαγιά λέει για το καντήλι του καθενός... Και πάντα φοβάμαι ένα πράγμα, μη χρειαστεί να το πω εγώ...και όλο εγώ είμαι εκεί...και όλο εγώ φοβάμαι. Αυτή τη φορά κράσαρα πια... Έτσι κατέληξα στον τσιμεντόλιθο μόλις βεβαιώθηκα ότι όλα ήταν καλά.

Το τασάκι γέμισε... Σηκώθηκα το άδειασα και ξανακάθισα και το ξαναγέμισα και το ξανάδειασα. Και τότε τις είδα εκεί να κάθονται και να με κοιτάνε. Το πήρα στα χέρια μου και το σήκωσα ψηλά έτοιμη να του δώσω μια και...
- Μήηηηη...., ούρλιαξαν και οι δυο χάνοντας το χρώμα από τα πρόσωπά τους. Γύρισα και τις κοίταξα... άφησα το τασάκι πάνω στον τσιμεντόλιθο και πήγα κοντά τους..."Μπα; Γιατί;"
- Γιατί τη φυσική ροή των πραγματων δεν θα του την αλλάξεις!!! Γι' αυτό!!! Γιατί, αερικό μπορεί να είσαι, αλλά να φύγεις έτσι δεν σ' αφήνω εγώ! Τ' ακούς; Γύρισε την πλάτη της, βρόντηξε την αυλόπορτα κι έφυγε. 
Η γιαγιά Ευανθία με κοίταζε θυμωμένη "Αυτό δεν θα το ξανακάνεις ποτέ!! Κατάλαβες; Ποτέ!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου